ἐγχάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source
(6_22)
(big3_13)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχάραγμα''': τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, [[κοίλωμα]], [[χαράδρα]], Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. [[ἔκρηγμα]].
|lstext='''ἐγχάραγμα''': τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, [[κοίλωμα]], [[χαράδρα]], Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. [[ἔκρηγμα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carácter inciso]], e.e., [[letra]] δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.<br /><b class="num">2</b> [[incisión]], [[marca]] en el cuerpo, Sch.Lyc.780.
}}
}}

Revision as of 12:27, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 712] τό, das Eingeschnittene, Eingegrabene, χείμαῤῥοι ποιοῦσιν ἐγχαράγματα κατὰ τὸ πεδίον Pol. 12, 20; Gepräge, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχάραγμα: τό, πᾶν ἐγχαραττόμενον ἐπὶ ἐδάφους, κοίλωμα, χαράδρα, Πολύβ. 12. 20, 4. διάφ. γρ. ἔκρηγμα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 carácter inciso, e.e., letra δέχου ... θεῖα ἐγχαράγματα Rom.Mel.23.ιαʹ.1.
2 incisión, marca en el cuerpo, Sch.Lyc.780.