ἔκβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />chassé de, rejeté ; <i>subst.</i> πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />chassé de, rejeté ; <i>subst.</i> πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβάλλω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[arrojado]], [[expulsado]] Οἰδιπόδαν ... [[βρέφος]] ἔκβολον οἴκων E.<i>Ph</i>.804, ἔκβολον βροτῶν σε θήσουσιν βίου Luc.<i>Trag</i>.215, cf. Herm.<i>Vis</i>.3.5.5<br /><b class="num">•</b>[[rechazado]] ἵνα μὴ γένηται ὁ κύριός μου ἔ. καὶ [[ἄπρακτος]] LXX <i>Iu</i>.11.11<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἔ. [[abandonado]], [[expuesto]] ἔ. κόρης expósito de una joven</i> E.<i>Io</i> 555, νηδύος ἔ. de Dioniso nacido prematuramente, E.<i>Ba</i>.91.<br /><b class="num">2</b> de cosas [[desechado]], [[tirado]] a la basura αἰτίζων ... ἔκβολα λύματα δαιτός mendigando desperdicios desechados del banquete</i> Call.<i>Cer</i>.115, [[ἀριθμός]] Iambl.<i>in Nic</i>.29<br /><b class="num">•</b>[[inservible]] σφόνδυλοι <i>Didyma</i> 40.28 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ ἔ.<br /><b class="num">1</b> en plu. [[restos]], [[desechos]], [[despojos]] ναὸς ἐκβόλοις ἁμπίσχομαι E.<i>Hel</i>.422, cf. 1214, ὥσπερ τὰ διὰ κοσκίνου ἔκβολα Iambl.<i>in Nic</i>.30.<br /><b class="num">2</b> [[promontorio]], [[saliente de tierra]] πόντου ... παρ' ἔκβολον junto al promontorio que se adentra en el mar</i> E.<i>IT</i> 1042.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβολος Medium diacritics: ἔκβολος Low diacritics: έκβολος Capitals: ΕΚΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ékbolos Transliteration B: ekbolos Transliteration C: ekvolos Beta Code: e)/kbolos

English (LSJ)

ον,

   A thrown out or away, exposed, ἔκβολον οἴκων βρέφος E.Ph.804 (lyr.) ; rejected, σφόνδυλοι Supp.Epigr.2.569.22 (Didyma) ; ἔ. βροτῶν βίου Luc.Trag.215.    2 frustrated, LXXJu. 11.11.    3 cast out, [ἔφοδος] ὡσανεὶ κόσκινον [ἀριθμοὺς] ὥσπερ ἐ. ἀποχωρίσει Iamb.in Nic.p.29P.; τὰ διὰ κοσκίνου ἔ. ib.p.30P.    II Subst. ἔκβολον, τό, outcast, ἔ. κόρης E.Ion555 ; νηδύος ἔ. Id.Ba.91 (lyr.).    2 ναὸς ἔκβολα seem to be rags cast out from the ship, Id.Hel.422 ; but,    3 in Id.IT1042 πόντου ἔκβολον an outbreak, a place where the sea has broken in upon the land.

German (Pape)

[Seite 755] ausgeworfen, verstoßen; ἔκβολον οἴκων βρέφος Eur. Phoen. 811; ausgesetzt, Ion 555; unzeitig, von der Leibesfrucht, Bacch. 90; subst. ὁ ἔκβολος, das Vorgebirge, nach Andern eine Bucht, I. T. 1042; τὰ ἔκβολα νεώς, das Wrack des gestrandeten Schiffes, Hel. 1214.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβολος: -ον, (ἐκβάλλω) ἐκβληθείς, ἐκριφθείς, ἔκθετος, ἔκβολον οἴκου βρέφος Εὐρ. Φοίν. 104· ἐντεῦθεν, ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἔκβολον, τό, ἀπερριμένον, ἔκβ. κόρης ὁ αὐτ. Ἴων 555· νηδύος ἔκβ. ὁ αὐτ. Βάκχ. 91· - ἀλλά, ναὸς ἔκβολα, σημαίνει ῥάκη ἐκ τῶν ἱστίων ναυαγήσαντος πλοίου ἀποβρασμένα εἰς τὴν ξηράν, ὁ αὐτ. Ἑλ. 422: ἀλλά, 2) ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 1042, πόντου ἔκβολον, φαίνεται ὅτι σημαίνει μέρος ἔνθαθάλασσα ὑπερβᾶσα τὰ ἑαυτῆς ὅρια εἰσώρμησεν εἰς τὴν γῆν· πρβλ. ἐκβάλλω Χ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chassé de, rejeté ; subst. πόντου ἔκβολον EUR pointe de terre qui jaillit de la mer, promontoire.
Étymologie: ἐκβάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. arrojado, expulsado Οἰδιπόδαν ... βρέφος ἔκβολον οἴκων E.Ph.804, ἔκβολον βροτῶν σε θήσουσιν βίου Luc.Trag.215, cf. Herm.Vis.3.5.5
rechazado ἵνα μὴ γένηται ὁ κύριός μου ἔ. καὶ ἄπρακτος LXX Iu.11.11
subst. ὁ ἔ. abandonado, expuesto ἔ. κόρης expósito de una joven E.Io 555, νηδύος ἔ. de Dioniso nacido prematuramente, E.Ba.91.
2 de cosas desechado, tirado a la basura αἰτίζων ... ἔκβολα λύματα δαιτός mendigando desperdicios desechados del banquete Call.Cer.115, ἀριθμός Iambl.in Nic.29
inservible σφόνδυλοι Didyma 40.28 (II a.C.).
II subst. τὸ ἔ.
1 en plu. restos, desechos, despojos ναὸς ἐκβόλοις ἁμπίσχομαι E.Hel.422, cf. 1214, ὥσπερ τὰ διὰ κοσκίνου ἔκβολα Iambl.in Nic.30.
2 promontorio, saliente de tierra πόντου ... παρ' ἔκβολον junto al promontorio que se adentra en el mar E.IT 1042.