ἔκθαμβος: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(Bailly1_2) |
(big3_13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> frappé d’effroi <i>ou</i> de stupeur;<br /><b>2</b> terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θαμβέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> frappé d’effroi <i>ou</i> de stupeur;<br /><b>2</b> terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θαμβέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[estupefacto]], [[atónito]] en func. pred. c. [[γίγνομαι]]: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.<i>Fr</i>.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.<i>Serm</i>.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.<i>Vis</i>.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι <i>TDA</i> 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος <i>Hom.Clem</i>.12.10.1<br /><b class="num">•</b>c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι <i>Act.Ap</i>.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción</i> Procop.<i>Goth</i>.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.<i>Chron</i>.10.230, [[εἶδον]] αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον <i>Proteu</i>.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει <i>A.Andr.Gr</i>.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.<br /><b class="num">2</b> [[que produce estupor o terror]], [[terrible]], [[espantoso]] θηρίον LXX <i>Da</i>.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683<br /><b class="num">•</b>[[que produce estupefacción]], [[arrobador]] de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.<i>Haer</i>.79.6.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A amazed, astounded, Plb.20.10.9, Act.Ap. 3.11, Tab.Defix.5.20, Orph.Fr.49 vi88. II terrible, Thd.Da.7.7.
German (Pape)
[Seite 760] ganz betäubt, erschrocken, Pol. 30, 10, 9; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθαμβος: -ον, ἔκπληκτος, Πολύβ. 20. 10, 9, Πράξ. Ἀποστ. γ΄, 11. - Ἐπιρρ. ἐκθάμβως, μετὰ θάμβους, Θεοδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boisson τ. 2. σ. 422 F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 frappé d’effroi ou de stupeur;
2 terrible.
Étymologie: ἐκ, θαμβέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 estupefacto, atónito en func. pred. c. γίγνομαι: ἔ. γενηθεῖσα ἡ B[αυβὼ] ἐπὶ τῆι [τοῦ] παιδίου εὐτροφίᾳ Orph.Fr.49.88, οἱ ... περὶ τὸν Φαινέαν ἔκθαμβοι γεγονότες ἕστασαν ἄφωνοι Plb.20.10.9, cf. Mac.Aeg.Serm.B 10.4.3, ἰδὼν ταῦτα ... ἔ. ἐγενόμην Herm.Vis.3.1.5, οἱ δαίμονες ... ἔκθαμβοι καὶ περίφοβοι [γ] ενόμενοι TDA 271.20 (Hadrumeto III d.C.), ἐπὶ τῷ παραδόξῳ τοῦ πράγματος Basil.M.30.108B, ὅλος ἔ. γέγονεν Chrys.M.60.727, πατὴρ ... ὑπὸ πολλῆς λύπης ἔ. γενόμενος Hom.Clem.12.10.1
•c. otros verb. συνέδραμεν πᾶς ὁ λαὸς ... ἔκθαμβοι Act.Ap.3.11, αὐτοῖς μὲν ἀεὶ τὰ πρόσωπα ἔκθαμβα ἦν sus caras mostraban siempre una expresión de estupefacción Procop.Goth.2.20.25, ὁ δὲ Ἡρώδης ... ἔ. ἔμεινεν Io.Mal.Chron.10.230, εἶδον αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἔκθαμβον Proteu.18.2, ἀκούσας ταῦτα ἔ. εἱστήκει A.Andr.Gr.62.29, (νεβροί) αἳ ... ἵστανται ἔκθαμβοι Eust.468.18.
2 que produce estupor o terror, terrible, espantoso θηρίον LXX Da.7.7θ, εἰς τὸν ἔκθαμβον καὶ φρικτὸν ἐκεῖνον τόπον ref. el infierno, Chrys.M.60.683
•que produce estupefacción, arrobador de la encarnación y el nacimiento de Jesús τὸ τοιοῦτον ἔ. καὶ ἔκπληκτον μυστήριον Epiph.Const.Haer.79.6.4.