ἔνσποδος: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(6_17)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνσποδος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] σποδοῦ, στάκτης, [[ὅταν]] δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον γένηται, [[ὅταν]] λάβῃ σταχτὶ [[χρῶμα]], Διοσκ. 5. 103.
|lstext='''ἔνσποδος''': -ον, ἔχων [[χρῶμα]] σποδοῦ, στάκτης, [[ὅταν]] δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον γένηται, [[ὅταν]] λάβῃ σταχτὶ [[χρῶμα]], Διοσκ. 5. 103.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[ceniciento]], [[pálido]] ὅταν δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον ὑπάρχῃ al preparar el albayalde, Dsc.5.88.5.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνσποδος Medium diacritics: ἔνσποδος Low diacritics: ένσποδος Capitals: ΕΝΣΠΟΔΟΣ
Transliteration A: énspodos Transliteration B: enspodos Transliteration C: enspodos Beta Code: e)/nspodos

English (LSJ)

ον,

   A ashen, τῇ χρόᾳ Dsc.5.88.

German (Pape)

[Seite 852] χρόα, aschgraue Farbe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνσποδος: -ον, ἔχων χρῶμα σποδοῦ, στάκτης, ὅταν δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον γένηται, ὅταν λάβῃ σταχτὶ χρῶμα, Διοσκ. 5. 103.

Spanish (DGE)

-ον
ceniciento, pálido ὅταν δὲ τῇ χρόᾳ ἔνσποδον ὑπάρχῃ al preparar el albayalde, Dsc.5.88.5.