ἐξαιρέσιμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance

Source
(6_15)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαιρέσιμος''': -ον, ([[ἐξαιρέω]]) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ [[ὅπως]] ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε [[ἐμβόλιμος]].
|lstext='''ἐξαιρέσιμος''': -ον, ([[ἐξαιρέω]]) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ [[ὅπως]] ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε [[ἐμβόλιμος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que se quita, extrae o suprime]] ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído»</i> Gem.8.56, cf. 55, Arist.<i>Oec</i>.1351<sup>b</sup>15, Cic.2<i>Verr</i>.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιρέσιμος Medium diacritics: ἐξαιρέσιμος Low diacritics: εξαιρέσιμος Capitals: ΕΞΑΙΡΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: exairésimos Transliteration B: exairesimos Transliteration C: eksairesimos Beta Code: e)caire/simos

English (LSJ)

ον, (ἐξαιρέω)

   A that can be taken out, ἡμέραι ἐ. days taken out of the calendar, Arist.Oec.1351b15, cf. Cic.Verr.2.2.52.129.

German (Pape)

[Seite 863] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Uebereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιρέσιμος: -ον, (ἐξαιρέω) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὅπως ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε ἐμβόλιμος.

Spanish (DGE)

-ον
que se quita, extrae o suprime ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído» Gem.8.56, cf. 55, Arist.Oec.1351b15, Cic.2Verr.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3.