ἐξακόντισμα: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξᾰκόντισμα''': τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «[[ἐξακόντισμα]] αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. [[αὐλός]]. | |lstext='''ἐξᾰκόντισμα''': τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «[[ἐξακόντισμα]] αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. [[αὐλός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό [[chorro]] αἵματος Sch.<i>Od</i>.22.19. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A jet, αἵματος Sch.Od.22.19.
German (Pape)
[Seite 865] τό, das Heraus-, Fortgeschleuderte, Schol. Od. 22, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰκόντισμα: τό, τὸ ἐξακοντιζόμενον, «ἐξακόντισμα αἵματος» Σχόλ. εἰς Ὀδ. Χ. 19, πρβλ. Σουΐδ ἐν λ. αὐλός.
Spanish (DGE)
-ματος, τό chorro αἵματος Sch.Od.22.19.