servil: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(de4_4) |
(3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{GermanLatin | {{GermanLatin | ||
|dela=servil, s. knechtisch, [[sklavisch]]. | |dela=servil, s. knechtisch, [[sklavisch]]. | ||
}} | |||
{{esel | |||
|sltx=[[δούλιος]], [[ἀνελεύθερος]], [[ἄρεσκος]], [[βάναυσος]], [[ἀνδραποδώδης]], [[δουλικός]], [[διακονικός]], [[δουλευτός]], [[δουλότροπος]], [[ἀνελευθέριος]], [[δουλοπρεπής]], [[δμώιος]], [[δουλωτικός]], [[δοῦλος]], [[ἐθελόδουλος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 22 August 2017
German > Latin
servil, s. knechtisch, sklavisch.
Spanish > Greek
δούλιος, ἀνελεύθερος, ἄρεσκος, βάναυσος, ἀνδραποδώδης, δουλικός, διακονικός, δουλευτός, δουλότροπος, ἀνελευθέριος, δουλοπρεπής, δμώιος, δουλωτικός, δοῦλος, ἐθελόδουλος