κατάπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(6_8)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάπτωσις''': -εως, ἡ, [[πτῶσις]], [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) [[πτῶσις]], [[δυστυχία]], Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).
|lstext='''κατάπτωσις''': -εως, ἡ, [[πτῶσις]], [[ἀσθένεια]], [[ἀδυναμία]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) [[πτῶσις]], [[δυστυχία]], Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).
}}
{{eles
|esgtx=[[colapso]], [[trance producido por una fórmula]]
}}
}}

Revision as of 10:29, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπτωσις Medium diacritics: κατάπτωσις Low diacritics: κατάπτωσις Capitals: ΚΑΤΑΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: katáptōsis Transliteration B: kataptōsis Transliteration C: kataptosis Beta Code: kata/ptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A fall, Hp.Art.42; ἐξ ὀχήματος Gal.7.560; λίθου Simp.in Ph.261.17.    2 Medic., collapse, ἡ συγκοπή ἐστι κ. δυνάμεως Gal. 10.837; of epileptic seizures, Alex.Aphr.Pr.2.64, cf. Vett.Val.38.13 (pl.): hence of a spell which induces a trance, PMag.Par.1.850.    3 downfall, calamity, LXX 3 Ma.2.14.

German (Pape)

[Seite 1373] ἡ, das Herunterfallen, Einstürzen, Einfallen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπτωσις: -εως, ἡ, πτῶσις, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Γαλην., κτλ.· κ. τῆς δυνάμεως Ὀρειβ. σ. 770. 2) πτῶσις, δυστυχία, Ἑβδ. (Γ΄Μακκ. Β΄ 14).

Spanish

colapso, trance producido por una fórmula