μαντικός: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(Bailly1_3) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de devin ; ἡ μαντική ([[τέχνη]]) l’art de prédire l’avenir;<br /><b>2</b> apte à la divination.<br />'''Étymologie:''' [[μάντις]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> de devin ; ἡ μαντική ([[τέχνη]]) l’art de prédire l’avenir;<br /><b>2</b> apte à la divination.<br />'''Étymologie:''' [[μάντις]]. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[profético]], [[oracular]], [[profecía]], [[arte de la adivinación]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:30, 22 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A prophetic, oracular, κλέος A.Ag.1098; μ. μυχοί, θρόνοι, Id.Eu.180,616; τέχνη Id.Fr.350.6; μ. φῆμαι oracular sayings, S.OT723; τὸ μ. γένος, = μάντεις, Id.Ant.1055; τὸ μ. σπέρμα E.IA520; μ. ἐπίπνοια prophetic inspiration, Pl.Phdr.265b; λόγοι μ. ib.275b; μ. ζῷα Porph.Abst.2.48. 2 τέχνη μ. faculty of divination, prophecy, S.OT709, Arist.Pol.1274a28, etc.; more freq. ἡ μαντική alone, Hdt.2.49, 4.68; ἡ . . μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, of Socrates, Pl.Ap.40a: in Poets without Art., A.Pr.484, S.OT311; also in Pl., μαντικὴν Ἀπόλλων ἀνηῦρεν Smp.197a; μ. ἔνθεος Phdr.244b, cf. Th.5.103. II of persons, like a prophet, oracular, μ. γὰρ εἶ Pl.Alc.1.115a, cf. Phd. 85b; Comp., Luc.Hes.7. Adv. -κῶς Ar.Pax1026, Pl.Smp.198a, etc.
Greek (Liddell-Scott)
μαντικός: -ή, -όν, (ἴδε μαντεῖος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάντην ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, προφητικός, κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1098, μ. μυχοί, θρόνοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 180, 616· τέχνη ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 266· μ. φῆμαι, προφητικοὶ λόγοι, Σοφ. Ο. Τ. 723· τὸ μ. γένος = μάντεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1055· οὕτω, τὸ σπέρμα μ. Εὐρ. Ι. Α. 520· μ. ἐπίπνοια, προφητικὴ ἔμπνευσις, Πλάτ. Φαῖδρ. 265Β· μ. λόγοι αὐτόθι 275Β. 2) ἡ μαντικὴ τέχνη = μαντεία, ἡ δύναμις ἢ ἱκανότης τοῦ μαντεύεσθαι, προφητεία, Σοφ. Ο. Τ. 709, κτλ.· συνηθέστερον ἁπλῶς ἡ μαντικὴ Ἡρόδ. 2. 49., 4. 68· ἡ... μ. ἡ τοῦ δαιμονίου, ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Πλάτ. Ἀπολ. 40Α· παρὰ ποιηταῖς ἄνευ τοῦ ἄρθρου, Αἰσχύλ. Πρ. 481, Σοφ. Ο. Τ. 311· οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., μαντικὴν Ἀπόλλων ἀνεῦρεν Συμπ. 197Α· μ. ἔνθεος Φαῖδρ. 244Β. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅμοιος προφήτῃ, προφητικός, μαντικὸς γὰρ εἶ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Ε, πρβλ. Φαίδωνα 85Β· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1026, Πλάτ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 de devin ; ἡ μαντική (τέχνη) l’art de prédire l’avenir;
2 apte à la divination.
Étymologie: μάντις.