φύλαγμα: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_21) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύλαγμα''': τό, [[φραγμός]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. [[παράγγελμα]], [[ἐντολή]], Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.). | |lstext='''φύλαγμα''': τό, [[φραγμός]], Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. [[παράγγελμα]], [[ἐντολή]], Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[objeto que protege]], [[amuleto]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A gloss on ἔρυμα, Sch.Th.6.66; on εἶλαρ, EM298.4. 2 protection, γῆ αἰώνιον φ. Secund.Sent.15, cf. Simp. in Cat.373.36. II precept, commandment, LXXLe.8.35, 22.9, al., Jul.Gal.238c.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, = φυλακή, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
φύλαγμα: τό, φραγμός, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 66, Ἐτυμ. Μέγ. 298, 5., 378, 24. ΙΙ. παράγγελμα, ἐντολή, Ἑβδ. (Λευ. Ηϳ, 35., ΚΒϳ, 9, κ. ἀλλ.).