κατατομή: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incision, coupure, tranchée;<br /><b>2</b> cavité creusée dans le roc derrière les gradins d’un théâtre creusé à flanc de colline;<br /><b>3</b> action de détacher par incision, mutilation, <i>particul.</i> circoncision.<br />'''Étymologie:''' [[κατατέμνω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> incision, coupure, tranchée;<br /><b>2</b> cavité creusée dans le roc derrière les gradins d’un théâtre creusé à flanc de colline;<br /><b>3</b> action de détacher par incision, mutilation, <i>particul.</i> circoncision.<br />'''Étymologie:''' [[κατατέμνω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a [[compound]] of [[κατά]] and temno (to [[cut]]); a [[cutting]] [[down]] ([[off]]), i.e. [[mutilation]] ([[ironically]]): concision. Compare [[ἀποκόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:42, 25 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A incision, notch, groove, Thphr.HP4.8.10, Sm.Je.31 (48).37; ἄνευ -τομῆς uncarved, smooth, IG12.372.134, cf. 373.231: pl., Artem.1.67. II part of a theatre, Hyp.Dem.Fr.3: variously expld. as = ὀρχήστρα or διάζωμα, AB270, cf. Phot. 2 face of rock, ἐπέγραψεν ἐπὶ τὴν κ. τῆς πέτρας Philoch.138; μέταλλον καὶ κ. perh. a mine and a quarry-face, IG22.1582.70. III = καταγραφή, profile, Hsch. (s.h.v.). IV mutilation, opp. true circumcision, a παρονομασία in Ep.Phil.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
κατατομή: ἡ, τὸ κατατέμνειν, τὸ τέμνειν ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, ἐγχάραξις, ἐντομή, αὐλάκιον, λεῖα ἐκπεπονημένα ἄνευ κατατομῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 27· διέζωσται ἡ κωδύα ταῖς κ. τὸν αὐτὸν τρόπον τῇ μήκωνι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 10· ΙΙ. μέρος θεάτρου, Ὑπερείδ. καὶ Φιλόχ. παρ’ Ἁρποκρ. οἱ Γραμματ. διαφέρονται περὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ, πρβλ. Α. Β. 270· «κατατομή· ἡ ὀρχήστρα ἡ νῦν λεγομένη στῖγμα· ἢ μέρος τι τοῦ θεάτρου κατετμήθη ἐπεὶ ἐν ὄρει κατασκεύασται, ἢ κατὰ συμβεβηκὸς ὁ τύπος οὕτω καλεῖται ἢ τὸ νῦν λεγόμενον διάζωμα» Φώτ.· ἴσως ἦτο τὸ σπήλαιον τὸ ἐσκαμμένον ἐν τῷ βράχῳ πρὸς ὑποδοχὴν τρίποδος, ὡς σημειοῖ ὁ Παυσ. (1. 21, 3), ἢ μᾶλλον ἡ ἀνωτάτη σειρὰ τῶν ἑδωλίων τοῦ θεάτρου λελαξευμένη ἐν τῷ βράχῳ, ὅστις ὡς τοῖχος ὑπερέκειτο τῶν κεφαλῶν τῶν ὑποκαθημένων. ΙΙΙ. = καταγραφή, ἐν τῇ ζωγραφικῇ, ἡ ἐκ πλαγίων ὄψις τῶν προσώπων, Ἡσύχ. IV. κατακοπὴ τῆς σαρκὸς ὑπὸ τῶν Ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀληθῆ περιτομὴν τῶν Ἰουδαίων, παρονομασία ἐν τῇ Ἐπιστ. π. Φιλιππ. γ΄, 2, ὅπου ὁ Θεοφύλακτ. σημειοῖ: «μέγα καὶ τίμιον ἦν ποτε παρὰ Ἰουδαίοις ἡ περιτομή· ἐπεὶ οὖν νῦν ἤργησεν, οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ κατατομή· ἐπεὶ γὰρ οὐκ ἔστι νόμιμον τὸ γενόμενον τὴν σάρκα κατατέμνουσι».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 incision, coupure, tranchée;
2 cavité creusée dans le roc derrière les gradins d’un théâtre creusé à flanc de colline;
3 action de détacher par incision, mutilation, particul. circoncision.
Étymologie: κατατέμνω.
English (Strong)
from a compound of κατά and temno (to cut); a cutting down (off), i.e. mutilation (ironically): concision. Compare ἀποκόπτω.