μάρμαρος: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(Autenrieth) |
(strοng) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[doubtful]] [[word]], [[crushing]]; [[πέτρος]], Il. 16.735; as subst., [[block]] of [[stone]], Il. 12.380, Od. 9.499. | |auten=[[doubtful]] [[word]], [[crushing]]; [[πέτρος]], Il. 16.735; as subst., [[block]] of [[stone]], Il. 12.380, Od. 9.499. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from marmairo (to [[glisten]]); [[marble]] (as [[sparkling]] [[white]]): [[marble]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 25 August 2017
English (LSJ)
ὁ, a
A crystalline rock, which sparkles (μαρμαίρει) in the light, μάρμαρος ὀκριόεις Il.12.380, Od.9.499, cf. E.Ph.663 (lyr.), Ar. Ach.1172 (lyr.): as Adj., πέτρος μ. ὀκριόεις Il.16.735, cf. E.Ph.1401, etc. II later, marble, μάρμαρον ἢ λίθον λευκήν Hp.Mul.2.185, cf. Thphr.Lap.9: also fem., μαρμάρου . . τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Str. 9.1.23; μ. λίθος Id.14.1.35: hence, 2 work in marble, i.e. tombstone, τυκτὴ μ. Theoc.22.211. 3 chips made by cutting marble (masc.), Plu.2.660c, 954a, Dsc.5.79.
German (Pape)
[Seite 96] ὁ (von μαρμαίρω, also eigtl. von schimmernder Farbe, wie die Alten auch geradezu bei Hom. es durch λευκός erklären), Hom. übh. Felsblock, Stein, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, Il. 12, 380, wie Od. 6, 499, u. adjectivisch, πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, Il. 16, 735, wie Eur. Phoen. 1410; ὃν ὤλεσε μαρμάρῳ 667; Ar. Ach. 1135; Nonn. D. 22, 157 vrbdt sogar μάρμαρος αἴγλη. – Später bes. eine vorzüglich glänzende Steinart, Marmor. In dieser Bdtg auch fem., Strab. IX, 399; λατόμιον μαρμάρου λίθου, Marmorbruch, XIV, 645; Arbeit aus Marmor, bes. Grabstein, Theocr. 22, 211. – Uebh. ein harter Körper, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μάρμᾰρος: -ου, ὁ, λίθος ἢ πέτρα κρυσταλλώδους φύσεως μαρμαίρουσα εἰς τὸ φῶς, μάρμαρον, λίθος, μαρμάρῳ ὀκριόεντι βαλών, «λίθῳ τραχεῖ» (Σχόλ.), Ἰλ. Μ. 380, Ὀδ. Ι. 499, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 663, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1172· ἐπιθετικῶς μετ’ ἄλλου οὐσιαστ., λάζετο πέτρον μάρμαρον, «λευκὸν λίθον» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 735, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1401, κτλ. ΙΙ. ἀκολούθως ὡς τὸ Λατ. marmor, τὸ κυρίως καλούμενον μάρμαρον, μάρμαρον ἢ λίθον λευκὴν Ἱππ. 666. 19, πρβλ. Θεόφρ. π. Λίθων 9· ὡσαύτως θηλ. (πρβλ. λίθος), μαρμάρου... τῆς Πεντελικῆς μέταλλα Στράβ. 399· μ. λίθος ὁ αὐτ. 645, ὅθεν, 2) ἔργον ἐκ μαρμάρου, δηλ. πέτρα τάφου, τυκτὰν μάρμαρον Θεόκρ. 22. 211. 3) λατύπη, τεμάχια ἀπολειπόμενα ἐκ τῆς κοπῆς τοῦ μαρμάρου, ἀρσεν., Πλούτ. 2. 954Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
brillant, resplendissant ; ὁ μάρμαρος pierre blanche ou brillante, particul. marbre.
Étymologie: R. Mαρ, briller, avec redoubl.
English (Autenrieth)
doubtful word, crushing; πέτρος, Il. 16.735; as subst., block of stone, Il. 12.380, Od. 9.499.
English (Strong)
from marmairo (to glisten); marble (as sparkling white): marble.