κατισχύω: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> prendre de la force;<br /><b>2</b> prévaloir, l’emporter : τινός τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχύω]]. | |btext=<b>1</b> prendre de la force;<br /><b>2</b> prévaloir, l’emporter : τινός τινι sur qqn en qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἰσχύω]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[κατά]] and [[ἰσχύω]]; to [[overpower]]: [[prevail]] ([[against]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:46, 25 August 2017
English (LSJ)
fut. -ύσω Ev.Matt.16.18:—
A overpower, prevail over, τινα Men.Epit.74, Aristeas 21, LXX 2 Ch.8.3, al.; ὅταν ἡ τῆς πείρας ἀκρίβεια -ισχύῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα D.S.1.39: also c. gen., LXX Je.15.18, Alex.Aphr.in Top.248.19; [τῆς ἐκκλησίας] Ev.Matt.l.c.; τινὸς σοφίᾳ Ael.NA5.19; Ἄρης κ. τῆς Σελήνης Vett. Val.104.10; γενναίας φύσεως Chor.in Rev.Phil.1.57:—Pass., to be worsted, ὑπ' ἔρωτος D.S.1.71; τῇ μάχῃ Id.17.45. 2 abs., have the upper hand, prevail, LXX Ex.17.11, al.; κ. τῷ πλήθει to be superior in... Plb.11.13.3; κατίσχυον αἱ φωναὶ αὐτῶν Ev.Luc.23.23. b to be prevalent, ὁρμαὶ καὶ ζῆλοι παρά τισι κ. Plb.3.4.6; κατισχυούσης τῆς θερμότητος Thphr. CP6.11.7; κατίσχυκεν ἡ φήμη παρὰ τοῖς πλείστοις Antig.Mir. 152. II come to one's full strength, δέμας in body, S.OC346, cf. Phld.Rh.1.189 S. III trans., strengthen, encourage, c. acc., LXX De.1.38, al.; τὰς χεῖράς τινων ib.1 Es.7.15; οὐδετέραν τῶν στάσεων D.H.6.65.
German (Pape)
[Seite 1402] zu Kräften kommen; κατίσχυσεν δέμας Soph. O. C. 347; Einem an Kraft überlegen sein, überwältigen, besiegen; absolut, neben ἐπικρατέω, Pol. 3, 4, 6; κατίσχοον καὶ τῷ πλήθει καὶ ταῖς εὐχειρίαις 11, 13, 3; κατίσχυον τὰ διαβούλια, sie drangen durch, 6, 51, 6; περί τινος 4, 31, 2; – τινὸς σοφίᾳ Ael. H. A. 5, 19; – τινά, Sp., wie D. Sic. 1, 39; στάσιν, verstärken, Dion. Hal. 6, 65; bes. LXX; – pass. besiegt werden, τῇ μάχῃ κατισχύεσθαι D. Sic. 17, 45; ὑπ' ἔρωτος 1, 71.
Greek (Liddell-Scott)
κατισχύω: μέλλ. -ύσω, διὰ τῆς ἰσχύος καταβάλλω τινά, νικῶ, τινὰ Διόδ. 1. 39, κτλ.· κ. τινὸς σοφίᾳ Αἰλ. π. Ζ. 5. 19· κ. τινός, ἰσχύω ἐναντίον τινός, ὑπερισχύω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιζ΄, 18.- Παθ., ἡττῶμαι, καταβάλλομαι, Διόδ. 1. 71, κτλ. 2) ἀπολ., νικῶ, ὑπερισχύω, Πολύβ. 3. 4, 6, κτλ.· κατ. πλήθει, εἶμαι ἀνώτερος κατὰ…, ὁ αὐτ. 41. 13, 3· κ. ἡ θερμότης, ὑπερισχύει, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 7· ἡ φήμη Ἀντιγ. Καρυστ. Ἀποσπ. 167. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς πλήρη ἰσχὺν ἢ σθένος, δέμας κατίσχυσεν, ἰσχυρόν, ἀκμαῖον ἐγένετο (ὡς τὸ ἁπλοῦν ἰσχύω), Σοφ. Ο. Κ. 346. ΙΙΙ. μεταβ., ἐνισχύω, ἰσχὺν παρέχω, ἐνδυναμώνω τινά, τὴν στάσιν Διον. Ἁλ. 6. 65. Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λέξ. ἰσχύω).
French (Bailly abrégé)
1 prendre de la force;
2 prévaloir, l’emporter : τινός τινι sur qqn en qch.
Étymologie: κατά, ἰσχύω.