εἰκῆ: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(6_6)
 
(strοng)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰκῆ''': ἐπίρρ. τοῦ [[εἰκαῖος]], [[ἄνευ]] σχεδίου ἢ σκοποῦ, ματαίως, [[ἀσκόπως]], Λατ. temere, - «[[εἰκῆ]]· [[μάτην]]..., ἀκαίρως ἢ ὡς ἔτυχε» Ἡσύχ., - Ξενοφάν. 2. 13, καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 450, 885. Σοφ. Ο. Τ. 979· [[εἰκῆ]] πράττειν Πλάτ. Πρωτ. 326D· [[εἰκῆ]] λέγεσθαι ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 17C, κτλ.· [[νήφων]] παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16. - Ἔν τισιν ἐκδόσ. γράφεται εἰκῇ.
|lstext='''εἰκῆ''': ἐπίρρ. τοῦ [[εἰκαῖος]], [[ἄνευ]] σχεδίου ἢ σκοποῦ, ματαίως, [[ἀσκόπως]], Λατ. temere, - «[[εἰκῆ]]· [[μάτην]]..., ἀκαίρως ἢ ὡς ἔτυχε» Ἡσύχ., - Ξενοφάν. 2. 13, καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 450, 885. Σοφ. Ο. Τ. 979· [[εἰκῆ]] πράττειν Πλάτ. Πρωτ. 326D· [[εἰκῆ]] λέγεσθαι ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 17C, κτλ.· [[νήφων]] παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16. - Ἔν τισιν ἐκδόσ. γράφεται εἰκῇ.
}}
{{StrongGR
|strgr=[[probably]] from [[εἴκω]] ([[through]] the [[idea]] of [[failure]]); [[idly]], i.e. [[without]] [[reason]] (or [[effect]]): [[without]] a [[cause]], (in) [[vain]](-ly).
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

εἰκῆ: ἐπίρρ. τοῦ εἰκαῖος, ἄνευ σχεδίου ἢ σκοποῦ, ματαίως, ἀσκόπως, Λατ. temere, - «εἰκῆ· μάτην..., ἀκαίρως ἢ ὡς ἔτυχε» Ἡσύχ., - Ξενοφάν. 2. 13, καὶ Ἀττ., ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 450, 885. Σοφ. Ο. Τ. 979· εἰκῆ πράττειν Πλάτ. Πρωτ. 326D· εἰκῆ λέγεσθαι ὁ αὐτ. Ἀπολογ. 17C, κτλ.· νήφων παρ’ εἰκῇ λέγοντας Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 16. - Ἔν τισιν ἐκδόσ. γράφεται εἰκῇ.

English (Strong)

probably from εἴκω (through the idea of failure); idly, i.e. without reason (or effect): without a cause, (in) vain(-ly).