ἀντίδικος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(big3_5)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> jur. [[adversario en un juicio]] ἐν δικαστηρίοις οἱ ἀ. τί δρῶσιν; Pl.<i>Phdr</i>.261c, τοῦ γὰρ ἀντιδίκου περὶ μὲν ὧν ἡ κρίσις ἦν οὐδὲν λέγοντος δίκαιον Isoc.15.5, εἰ γὰρ εἴησαν δύ' ἐναντίοι νόμοι, καί τινες ἀ. παρ' ὑμῖν ἀγωνίζοιντο D.24.35, τίς οὕτως ὠμός ἐστιν ἀ. ἢ διαιτητὴς ὃς ... D.33.34, cf. Antipho 1.2, 5, Lys.7.13, Isoc.17.2, Is.1.29, 4.24, D.29.22, 58.20, Aeschin.2.165, Anaximen.<i>Rh</i>.1432<sup>b</sup>38, <i>PPetr</i>.2.12.10 (III a.C.), <i>SIG</i> 953.5 (Calimna II a.C.), LXX <i>Pr</i>.18.17, I.<i>AI</i> 13.413, <i>Eu.Matt</i>.525, Luc.<i>Dom</i>.32, <i>BGU</i> 2071.14 (II d.C.), <i>PWisc</i>.1.7, 11, 17 (II d.C.), <i>PCair.Isidor</i>.70.11 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>en fem. ἡ ἀ. I.<i>AI</i> 8.30, τοῦτο ἐνεχείρισεν τῇ ἀντιδίκῳ <i>POxy</i>.37.1.8 (I d.C.), cf. <i>PMil.Vogl</i>.229.27 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. de Menelao como querellante contra Paris, A.<i>A</i>.41.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[enemigo]], [[contrario]] ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι Heraclit.B 133, ἔσονται γὰρ ὡς οὐκ ὄντες καὶ ἀπολοῦνται πάντες οἱ ἀ. σου LXX <i>Is</i>.41.11, ὁ ἀ. ὑμῶν [[διάβολος]] ... περιπατεῖ ζητῶν τινα καταπιεῖν 1<i>Ep.Petr</i>.5.8, cf. Phld.<i>Ir</i>.p.65, LXX <i>Si</i>.36.6, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.96.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> jur. [[adversario en un juicio]] ἐν δικαστηρίοις οἱ ἀ. τί δρῶσιν; Pl.<i>Phdr</i>.261c, τοῦ γὰρ ἀντιδίκου περὶ μὲν ὧν ἡ κρίσις ἦν οὐδὲν λέγοντος δίκαιον Isoc.15.5, εἰ γὰρ εἴησαν δύ' ἐναντίοι νόμοι, καί τινες ἀ. παρ' ὑμῖν ἀγωνίζοιντο D.24.35, τίς οὕτως ὠμός ἐστιν ἀ. ἢ διαιτητὴς ὃς ... D.33.34, cf. Antipho 1.2, 5, Lys.7.13, Isoc.17.2, Is.1.29, 4.24, D.29.22, 58.20, Aeschin.2.165, Anaximen.<i>Rh</i>.1432<sup>b</sup>38, <i>PPetr</i>.2.12.10 (III a.C.), <i>SIG</i> 953.5 (Calimna II a.C.), LXX <i>Pr</i>.18.17, I.<i>AI</i> 13.413, <i>Eu.Matt</i>.525, Luc.<i>Dom</i>.32, <i>BGU</i> 2071.14 (II d.C.), <i>PWisc</i>.1.7, 11, 17 (II d.C.), <i>PCair.Isidor</i>.70.11 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>en fem. ἡ ἀ. I.<i>AI</i> 8.30, τοῦτο ἐνεχείρισεν τῇ ἀντιδίκῳ <i>POxy</i>.37.1.8 (I d.C.), cf. <i>PMil.Vogl</i>.229.27 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>fig. de Menelao como querellante contra Paris, A.<i>A</i>.41.<br /><b class="num">2</b> en gener. [[enemigo]], [[contrario]] ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι Heraclit.B 133, ἔσονται γὰρ ὡς οὐκ ὄντες καὶ ἀπολοῦνται πάντες οἱ ἀ. σου LXX <i>Is</i>.41.11, ὁ ἀ. ὑμῶν [[διάβολος]] ... περιπατεῖ ζητῶν τινα καταπιεῖν 1<i>Ep.Petr</i>.5.8, cf. Phld.<i>Ir</i>.p.65, LXX <i>Si</i>.36.6, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.96.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀντί]] and [[δίκη]]; an [[opponent]] (in a [[lawsuit]]); [[specially]], Satan (as the [[arch]]-[[enemy]]): [[adversary]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίδῐκος Medium diacritics: ἀντίδικος Low diacritics: αντίδικος Capitals: ΑΝΤΙΔΙΚΟΣ
Transliteration A: antídikos Transliteration B: antidikos Transliteration C: antidikos Beta Code: a)nti/dikos

English (LSJ)

ον,

   A opponent or adversary in a suit, Aeschin.2.165, cf. Pl.Phdr.273c: fem., ἡ ἀ. POxy.37i8(iA. D.): properly, the defendant, Antipho 1.2; but also, the plaintiff, Lys7.13; ἀ. πρός τινα Antipho 1.5:—generally, opponent, adversary, A.Ag. 41; ἀληθινῶν ἀ. [Heraclit.]133, cf. 1 Ep.Pet.5.8, Phld.Ir.p.65W.

German (Pape)

[Seite 251] (δίκη), ὁ, der Gegner vor Gericht, ἐν δικαστηρίοις Plat. Theaet. 161 c; τῶν ἀντιδίκων ἑκάτερος, beide Parteien, Legg. XI, 937 b; öfter bei den Rednern; übh. Feind, Aesch. Ag. 41.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίδῐκος: -ον, (δίκη) ὡς καὶ νῦν, Αἰσχίν. 50. 22· κυρίως ὁ κατηγορούμενος, Ἀντιφῶν 111. 41· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὁ ἐνάγων, Λυσ. 109. 25· ἀντ. πρός τινα Ἀντιφῶν 112.7· οἱ ἀντίδικοι Πλάτ. Φαῖδρ. 273C, καὶ ἀλλαχοῦ: -καθόλου, ἐναντίος, ἐχθρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 41· διαιτητὰς ἀλλ’ οὐκ ἀντιδίκους εἶναι τοὺς μέλλοντας τἀληθὲς κρίνειν ἱκανῶς Ἀριστοτ. π. Οὐρ. 279b. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 adversaire dans un procès, partie adverse;
2 ennemi.
Étymologie: ἀντί, δίκη.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 jur. adversario en un juicio ἐν δικαστηρίοις οἱ ἀ. τί δρῶσιν; Pl.Phdr.261c, τοῦ γὰρ ἀντιδίκου περὶ μὲν ὧν ἡ κρίσις ἦν οὐδὲν λέγοντος δίκαιον Isoc.15.5, εἰ γὰρ εἴησαν δύ' ἐναντίοι νόμοι, καί τινες ἀ. παρ' ὑμῖν ἀγωνίζοιντο D.24.35, τίς οὕτως ὠμός ἐστιν ἀ. ἢ διαιτητὴς ὃς ... D.33.34, cf. Antipho 1.2, 5, Lys.7.13, Isoc.17.2, Is.1.29, 4.24, D.29.22, 58.20, Aeschin.2.165, Anaximen.Rh.1432b38, PPetr.2.12.10 (III a.C.), SIG 953.5 (Calimna II a.C.), LXX Pr.18.17, I.AI 13.413, Eu.Matt.525, Luc.Dom.32, BGU 2071.14 (II d.C.), PWisc.1.7, 11, 17 (II d.C.), PCair.Isidor.70.11 (IV d.C.)
en fem. ἡ ἀ. I.AI 8.30, τοῦτο ἐνεχείρισεν τῇ ἀντιδίκῳ POxy.37.1.8 (I d.C.), cf. PMil.Vogl.229.27 (II d.C.)
fig. de Menelao como querellante contra Paris, A.A.41.
2 en gener. enemigo, contrario ἄνθρωποι κακοὶ ἀληθινῶν ἀντίδικοι Heraclit.B 133, ἔσονται γὰρ ὡς οὐκ ὄντες καὶ ἀπολοῦνται πάντες οἱ ἀ. σου LXX Is.41.11, ὁ ἀ. ὑμῶν διάβολος ... περιπατεῖ ζητῶν τινα καταπιεῖν 1Ep.Petr.5.8, cf. Phld.Ir.p.65, LXX Si.36.6, Chrysipp.Stoic.2.96.

English (Strong)

from ἀντί and δίκη; an opponent (in a lawsuit); specially, Satan (as the arch-enemy): adversary.