ἀμετακίνητος: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(big3_3)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inamovible]], [[inmutable]]εἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito</i> Pl.<i>Ep</i>.343a, ([[ἄξων]] σφαίρας) [[ἀμετακίνητος]], περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero <i>Def</i>.78, cf. <i>Stereom</i>.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.<i>AI</i> 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.<i>Ap</i>.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ [[δόξα]] I.<i>Ap</i>.2.254, περίοδός τις καὶ [[ἀνακύκλησις]] ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.<i>Iudic</i>.19.5, cf. tb. Sch.<i>Od</i>.17.57<br /><b class="num">•</b>subst., de Dios, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.916B<br /><b class="num">•</b>de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1<i>Ep.Cor</i>.15.58.<br /><b class="num">2</b> [[no trasladable]], [[no movible de su lugar]] ἔστι δ' ὥσπερ τὸ [[ἀγγεῖον]] τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος [[ἀγγεῖον]] ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable</i> Arist.<i>Ph</i>.212<sup>a</sup>15.<br /><b class="num">II</b> [[quieto]], [[no removido]] del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν <i>Gp</i>.7.7.1.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[de manera firme]], [[constante]], [[inamovible]] βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.<i>EN</i> 1105<sup>a</sup>33, cf. Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.<i>Mis</i>.348d.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inamovible]], [[inmutable]]εἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito</i> Pl.<i>Ep</i>.343a, ([[ἄξων]] σφαίρας) [[ἀμετακίνητος]], περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero <i>Def</i>.78, cf. <i>Stereom</i>.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.<i>AI</i> 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.<i>Ap</i>.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ [[δόξα]] I.<i>Ap</i>.2.254, περίοδός τις καὶ [[ἀνακύκλησις]] ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.<i>Iudic</i>.19.5, cf. tb. Sch.<i>Od</i>.17.57<br /><b class="num">•</b>subst., de Dios, Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.916B<br /><b class="num">•</b>de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1<i>Ep.Cor</i>.15.58.<br /><b class="num">2</b> [[no trasladable]], [[no movible de su lugar]] ἔστι δ' ὥσπερ τὸ [[ἀγγεῖον]] τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος [[ἀγγεῖον]] ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable</i> Arist.<i>Ph</i>.212<sup>a</sup>15.<br /><b class="num">II</b> [[quieto]], [[no removido]] del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν <i>Gp</i>.7.7.1.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[de manera firme]], [[constante]], [[inamovible]] βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.<i>EN</i> 1105<sup>a</sup>33, cf. Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.<i>Mis</i>.348d.
}}
{{StrongGR
|strgr=from Α (as a [[negative]] [[particle]]) and a derivative of [[μετακινέω]]; [[immovable]]: unmovable.
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετακίνητος Medium diacritics: ἀμετακίνητος Low diacritics: αμετακίνητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ametakínētos Transliteration B: ametakinētos Transliteration C: ametakinitos Beta Code: a)metaki/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be moved from place to place, immovable, Pl.Ep.343a, Arist. Ph.212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. -τως, ἔχειν stand unmoved, Arist.EN1105a33, cf. Jul.Mis.348d, al.

German (Pape)

[Seite 122] unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., -τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετακίνητος: -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immuable, immobile.
Étymologie: ἀ, μετακινέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inamovible, inmutableεἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito Pl.Ep.343a, (ἄξων σφαίρας) ἀμετακίνητος, περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero Def.78, cf. Stereom.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.AI 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.Ap.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ δόξα I.Ap.2.254, περίοδός τις καὶ ἀνακύκλησις ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.19.5, cf. tb. Sch.Od.17.57
subst., de Dios, Dion.Ar.DN M.3.916B
de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1Ep.Cor.15.58.
2 no trasladable, no movible de su lugar ἔστι δ' ὥσπερ τὸ ἀγγεῖον τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος ἀγγεῖον ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable Arist.Ph.212a15.
II quieto, no removido del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν Gp.7.7.1.
III adv. -ως de manera firme, constante, inamovible βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.EN 1105a33, cf. Alex.Aphr.in Metaph.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.Mis.348d.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of μετακινέω; immovable: unmovable.