χρονουργός: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_14) |
(47b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρονουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ. | |lstext='''χρονουργός''': ὁ, (*[[ἔργω]]) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br />ο [[δημιουργός]] του χρόνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:09, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
χρονουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ δημιουργὸς χρόνου, Θεόδ. Πρόδρ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
ο δημιουργός του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. χαλκ-ουργός].