χρυσίς: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(Bailly1_5)
(47b)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vase d’or;<br /><b>2</b> vêtement brodé d’or;<br /><b>3</b> chaussure brodée d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> vase d’or;<br /><b>2</b> vêtement brodé d’or;<br /><b>3</b> chaussure brodée d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υμενόπτερων εντόμων, [[τυπικό]] της οικογένειας [[χρυσίδες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χρυσή]] [[φιάλη]] («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον [[οἶνον]] ἡδύν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> χρυσοΰφαντο [[φόρεμα]] («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> χρυσοκέντητο [[σανδάλι]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χρυσίς]]<br />[[ποτήριον]]<br />οἱ δὲ [[φιάλη]] χρυσῆ»<br /><b>5.</b> ([[κατά]] τον Θωμ. Μ.) «[[χρυσίδες]] [[κυρίως]] αἱ ἀνατεθειμέναι τοῑς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρυσός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ίς</i>). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>chrysis</i>].
}}
}}

Revision as of 06:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσίς Medium diacritics: χρυσίς Low diacritics: χρυσίς Capitals: ΧΡΥΣΙΣ
Transliteration A: chrysís Transliteration B: chrysis Transliteration C: chrysis Beta Code: xrusi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a vessel of gold, piece of gold plate, Hermipp.37 (troch.), Pherecr.128, Ar.Ach.74, Pax425, IG12.268.111, al.; χρυσίδων βότρυες Lib.Ep.22.3; an Att. word, Ath.11.502a.    II gold-broidered dress, Luc.Nigr.11: pl., gold-embroidered shoes, Id. D Deor.2.2.

German (Pape)

[Seite 1380] ίδος, ἡ, 1) goldenes Geräth, Gefäß, Geschirr, Ar. Ach. 74 Pax 417 u. A.; goldenes Kleid, χρυσίδας ἠμφιεσμένος Luc. Nigr. 11; goldener Schuh, D. D. 2, 2. – 2) als adj., = χρυσῖτις, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσίς: -ίδος, ἡ, χρυσῆ φιάλη, χρυσίδ’ οἴνου πανσέληνον ἐπιὼν ὑφείλετο Ἕρμιππος ἐν «Κέκρωψιν» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 5, Ἀριστοφ. Ἀχ. 74, Εἰρήν. 425, Συλλ. Ἐπιγραφ. 140. 45, κ. ἀλλ.· λέξις τῶν Ἀττ., Ἀθήν. 502Α. ΙΙ. χρυσῆ ἐσθής, χρυσοκέντητος στολή, Λουκιαν. Νιγρῖν. 11· χρυσῆ κρηπίς, σανδάλιον χρυσοκέντητον, ὁ αὐτ. ἐν Θεῶν Διαλ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 vase d’or;
2 vêtement brodé d’or;
3 chaussure brodée d’or.
Étymologie: χρυσός.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό της οικογένειας χρυσίδες
αρχ.
1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.)
2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.)
3. χρυσοκέντητο σανδάλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσίς
ποτήριον
οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ»
5. (κατά τον Θωμ. Μ.) «χρυσίδες κυρίως αἱ ἀνατεθειμέναι τοῑς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. χαλκ-ίς). Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysis].