χρονόμετρο: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(47b)
(No difference)

Revision as of 06:10, 29 September 2017

Greek Monolingual

το, Ν
1. ωρολογιακός μηχανισμός εξαιρετικής ακριβείας για τη μέτρηση του χρόνου
2. (ναυτ.-τεχνολ.) συσκευή μετρήσεως του χρόνου, μεγάλης ακριβείας, που χρησιμοποιείται ιδίως στη ναυτιλία για τον προσδιορισμό του γεωγραφικού μήκους του πλοίου
3. τεχνολ. ο χρονογράφος
4. μουσ. ο μετρονόμος
5. ρολόγι χειρός μεγάλης ακριβείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronometer < χρόνος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. χρονόμετρον, μαρτυρείται από το 1847 στον Αλέξ. Βενιζέλο].