χρωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=colorer, teindre;<br /><i><b>Moy.</b></i> χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]].
|btext=colorer, teindre;<br /><i><b>Moy.</b></i> χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[χρώς]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[χρώς]], <i>χρωτός</i>]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>χρωτίζομαι</i><br /><b>μτφ.</b> αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ [[ἄνθρωπος]] ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσδίδω]] [[χρώμα]], [[χρωματίζω]] («τὸν [[οἶνον]] ἀλόαις χρωτίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — [[μεταδίδω]] τις ιδιότητές μου σε κάποιον, [[επηρεάζω]] κάποιον (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρωτίζω Medium diacritics: χρωτίζω Low diacritics: χρωτίζω Capitals: ΧΡΩΤΙΖΩ
Transliteration A: chrōtízō Transliteration B: chrōtizō Transliteration C: chrotizo Beta Code: xrwti/zw

English (LSJ)

   A colour, χ. τὸν οἶνον give it colour and flavour, Plu.2.693c:—Med., χ. τὴν φύσιν τινί tinge one's nature with... Ar.Nu. 516(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1384] färben, abfärben, Sp.; τὸν οἶνον, den Wein anmachen, ihm Farbe und Geschmack geben, Plut. Symp. 6, 7,2. – Med., χρωτίζεσθαι τὴν φύσιν τινί, seinem Wesen einen Anstrich wovon geben, Ar. Nub. 508.

Greek (Liddell-Scott)

χρωτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χρώζω, χρωματίζω, χρ. τὸν οἶνον, δίδω εἰς τὸν οἶνον χρῶμα καὶ γεῦσιν, Πλούταρχ. 2. 693C· - Μέσ., νεωτέροις τὴν φύσιν αὑτοῦ πράγμασιν χρωτίζεται Ἀριστοφ. Νεφ. 516.

French (Bailly abrégé)

colorer, teindre;
Moy. χρωτίζομαι colorer pour soi, se donner une teinture (de qch).
Étymologie: χρώς.

Greek Monolingual

ΜΑ χρώς, χρωτός]
μσν.
μέσ. χρωτίζομαι
μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.)
αρχ.
1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.)
2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν φύσιν τινί» — μεταδίδω τις ιδιότητές μου σε κάποιον, επηρεάζω κάποιον (Αριστοφ.).