χύτης: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_3) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971. | |lstext='''χύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />[[τεχνικός]] που διενεργεί [[χύτευση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πυρετός]] χυτών μετάλλου»<br /><b>ιατρ.</b> [[υψηλός]] [[πυρετός]] [[μέχρι]] 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, [[μετά]] από τη [[χύτευση]] βαρέων μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χυ</i>- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. <i>χέω</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A metal-caster, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1385] ὁ, der Gießende, das Werkzeug zum Gießen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ χύνων μέταλλα εἰς τύπους, Συλλ. Ἐπιγραφ. 8971.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
τεχνικός που διενεργεί χύτευση
νεοελλ.
φρ. «πυρετός χυτών μετάλλου»
ιατρ. υψηλός πυρετός μέχρι 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, μετά από τη χύτευση βαρέων μετάλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας του ρ. χέω + κατάλ. -της].