χρυσοφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
(Bailly1_5)
(47c)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύλακος (ὁ, ἡ)<br />gardien de l’or, gardien d’un trésor;<br />ὁ [[χρυσοφύλαξ]], trésorier.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[φύλαξ]].
|btext=ύλακος (ὁ, ἡ)<br />gardien de l’or, gardien d’un trésor;<br />ὁ [[χρυσοφύλαξ]], trésorier.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[φύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από [[κλοπή]] τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> (στους Δελφούς) [[θησαυροφύλακας]], [[ταμίας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θύλακος]] [[χρυσοφύλαξ]]» — [[βαλάντιο]], [[θήκη]] για τη [[φύλαξη]] τών νομισμάτων (<b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θησαυρο</i>-[[φύλαξ]])].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοφύλαξ Medium diacritics: χρυσοφύλαξ Low diacritics: χρυσοφύλαξ Capitals: ΧΡΥΣΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: chrysophýlax Transliteration B: chrysophylax Transliteration C: chrysofylaks Beta Code: xrusofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A gold-keeper, of gryphons, Hdt.4.13,27; σωρευτὰς χρημάτων καὶ χ. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).150; treasurer, θεοῦ E.Ion54.    2 keeping money, θύλακος Plu.Arist.24.

German (Pape)

[Seite 1383] ακος, Gold bewachend, Goldhüter; Beiwort der Greise, Her. 4, 13. 27; θεοῦ, in Delphi, Eur. Ion 54; auch θύλακος, Plut. Arist. 24.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ φυλάττων χρυσόν, θύλακος Πλουτ. Ἀριστείδ. 24. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., φύλαξ τοῦ χρυσοῦ, ἐπίθ. τῶν γρυπῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 13, 27· θησαυροφύλαξ, ταμίας, θεοῦ Εὐρ. Ἴων 54. 2) χρηματοφυλάκιον, βαλλάντιον, Πλουτ. Ἀριστείδ. 24.

French (Bailly abrégé)

ύλακος (ὁ, ἡ)
gardien de l’or, gardien d’un trésor;
χρυσοφύλαξ, trésorier.
Étymologie: χρυσός, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΜΑ
ως επίθ. αυτός που φυλάγει, που προστατεύει από κλοπή τον χρυσό («τοὺς χρυσοφύλακας γρῡπας», Ηρόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. (στους Δελφούς) θησαυροφύλακας, ταμίας
2. φρ. «θύλακος χρυσοφύλαξ» — βαλάντιο, θήκη για τη φύλαξη τών νομισμάτων (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + φύλαξ (πρβλ. θησαυρο-φύλαξ)].