ψελλιστής: Difference between revisions
From LSJ
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(6_19) |
(47c) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψελλιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ. | |lstext='''ψελλιστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, [[ψελλίζω]]<br />[[άτομο]] που δυσκολεύεται να μιλήσει<br /><b>μσν.</b><br />[[άλογο]] του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές [[μέσα]] στον στάβλο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A stammerer, Gloss. II of horses who injure their hoofs in the stable, ψελλισταὶ οἱ λεγόμενοι Hippiatr.10 (v.l. ψυλλισταί, κονδυλισταί).
Greek (Liddell-Scott)
ψελλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ψελλίζων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, ψελλίζω
άτομο που δυσκολεύεται να μιλήσει
μσν.
άλογο του οποίου οι οπλές υπέστησαν πληγές μέσα στον στάβλο.