αδελφομοίρι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
και αδερφομοίρι, το
1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού
2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού
3. (ειδικότερα) το μερίδιο του νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία
4. δίκαιη, ίση διανομή της κληρονομικής περιουσίας ανάμεσα σε αδέλφια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μοιρί «μερίδιο».
ΠΑΡ. αδελφομοιράδι].