ἀλλακτός: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
(big3_3) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser compensado]], [[equivalente]] (πόνοι) πρὸς οὐδὲν πλῆθος ἀλλακτοί Phld.<i>Oec</i>.p.47, cf. 55.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[bastón]] o [[bordón ahorquillado]] para atar el hatillo de viaje, Ar.<i>Ra</i>.argumen.4. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser compensado]], [[equivalente]] (πόνοι) πρὸς οὐδὲν πλῆθος ἀλλακτοί Phld.<i>Oec</i>.p.47, cf. 55.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[bastón]] o [[bordón ahorquillado]] para atar el hatillo de viaje, Ar.<i>Ra</i>.argumen.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και -χτός, -ή, -ό (Α [[ἀλλακτός]], -ή, -όν) [[[ἀλλάσσω]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί<br /><b>2.</b> αυτός που προήλθε από [[ανταλλαγή]]<br /><b>3.</b> [[ιδιότροπος]], [[παράξενος]]<br /><b>4.</b> α) [[παιδί]] τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές ανταλλάσσουν με γερό [[παιδί]] πραγματικής γυναίκας<br />β) κακοποιά αόρατη ύπαρξη που φέρνει ώς και [[σάλεμα]] του νου, δαιμονικό, νεραϊδικό, ξωτικό<br />γ) [[άνθρωπος]] [[λιγόμυαλος]] και [[μισερός]], παρλιακό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο ίσης αξίας, [[ισοδύναμος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀλλακτόν</i> το [[ανάφορον]], το [[ξύλο]] τών αχθοφόρων, [[σκυτάλη]], [[ρόπαλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A equivalent, πρός τι Phld.Oec.pp.47,55J.: -τόν, τό,=a)na/foron, Arg. Ar.Ra.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que puede ser compensado, equivalente (πόνοι) πρὸς οὐδὲν πλῆθος ἀλλακτοί Phld.Oec.p.47, cf. 55.
2 subst. τὸ ἀ. bastón o bordón ahorquillado para atar el hatillo de viaje, Ar.Ra.argumen.4.
Greek Monolingual
και -χτός, -ή, -ό (Α ἀλλακτός, -ή, -όν) [[[ἀλλάσσω]]]
νεοελλ.
αυτός που μπορεί να αλλαχθεί, να αντικατασταθεί, να αναπληρωθεί
2. αυτός που προήλθε από ανταλλαγή
3. ιδιότροπος, παράξενος
4. α) παιδί τών νεράιδων καχεκτικό και ελαττωματικό, που αυτές ανταλλάσσουν με γερό παιδί πραγματικής γυναίκας
β) κακοποιά αόρατη ύπαρξη που φέρνει ώς και σάλεμα του νου, δαιμονικό, νεραϊδικό, ξωτικό
γ) άνθρωπος λιγόμυαλος και μισερός, παρλιακό
αρχ.
1. ο ίσης αξίας, ισοδύναμος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλακτόν το ανάφορον, το ξύλο τών αχθοφόρων, σκυτάλη, ρόπαλο.