άλλοσε: Difference between revisions
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(3) |
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλλοσε]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (δηλώνοντας [[κίνηση]]) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[προς]] [[άλλο]] [[μέρος]]<br />β) [[συχνά]] σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν [[επίσης]] την [[προς]] [[τόπο]] [[κίνηση]]: «[[ἄλλοσε]] [[οὐδαμόσε]]», σε κανέναν [[άλλο]] [[τόπο]]<br />«[[ἄλλοσε]] [[πολλαχόσε]]», σε [[πολλά]] άλλα μέρη<br /> | |mltxt=[[ἄλλοσε]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br /><b>1.</b> (δηλώνοντας [[κίνηση]]) α) σε [[άλλο]] [[τόπο]], [[προς]] [[άλλο]] [[μέρος]]<br />β) [[συχνά]] σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν [[επίσης]] την [[προς]] [[τόπο]] [[κίνηση]]: «[[ἄλλοσε]] [[οὐδαμόσε]]», σε κανέναν [[άλλο]] [[τόπο]]<br />«[[ἄλλοσε]] [[πολλαχόσε]]», σε [[πολλά]] άλλα μέρη<br />«ποῖ [[ἄλλοσε]];» σε ποιο [[άλλο]] [[μέρος]];<br /><b>2.</b> ([[δίχως]] [[κίνηση]]) [[αντί]] του [[ἀλλαχοῦ]] «[[πολλαχοῦ]] καὶ [[ἄλλοσε]]... ἀγαπήσουσί σε» (<b>Πλάτ.</b> Κρίτ. 45b) ([[έλξη]] [[προς]] [[άλλο]] επίρρ. δηλωτικό κινήσεως).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλλος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρ. κατάλ. -<i>σε</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:10, 18 June 2022
Greek Monolingual
ἄλλοσε επίρρ. (Α)
1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος
β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο
«ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη
«ποῖ ἄλλοσε;» σε ποιο άλλο μέρος;
2. (δίχως κίνηση) αντί του ἀλλαχοῦ «πολλαχοῦ καὶ ἄλλοσε... ἀγαπήσουσί σε» (Πλάτ. Κρίτ. 45b) (έλξη προς άλλο επίρρ. δηλωτικό κινήσεως).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλλος + επιρρ. κατάλ. -σε].