ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune

Source
(6)
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyramoivikos
|Transliteration C=argyramoivikos
|Beta Code=a)rguramoibiko/s
|Beta Code=a)rguramoibiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for a money-changer</b>: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), <span class="bibl">Poll.7.170</span>; personified, Luc.<b class="b2">Bis Acc</b>.13,24. Adv.-κῶς <span class="bibl">Id.<span class="title">Hist.Conscr.</span>10</span>.</span>
|Definition=ἀργυραμοιβική, ἀργυραμοιβικόν, [[of a money changer]] or [[for a money changer]]: ἡ [[ἀργυραμοιβική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) = the [[art of money changing]], Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]] = [[like a money changer]] Id.''Hist.Conscr.''10.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. -κως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[relativo al cambio de dinero]], [[τράπεζα ἀργυραμοιβική]] = [[mesa de cambio]], [[banco]] Theopomp.Hist.291, Did.<i>in D</i>.5.10, (<i>[[sc.]]</i> τέχνη) Poll.7.170, 209<br /><b class="num">•</b>dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν <i>PRev.Laws</i> 73.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ [[ἀργυραμοιβική]] = [[la banca]] Luc.<i>Bis Acc</i>.13, 24.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]] = [[a la manera de los cambistas]] ἀργυραμοιβικῶς [[ἐξετάζειν]] Luc.<i>Hist.Cons</i>.10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le change de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]].
|btext=ή, όν :<br />[[qui concerne le change de l'argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[relativo al cambio de dinero]] τράπεζα ἀ. mesa de cambio</i>, banco</i> Theopomp.Hist.291, Did.<i>in D</i>.5.10, (<i>sc</i>. τέχνη) Poll.7.170, 209<br /><b class="num">•</b>dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν <i>PRev.Laws</i> 73.3 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἀργυραμοιβική [[la banca]] Luc.<i>Bis Acc</i>.13, 24.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[a la manera de los cambistas]] ἀ. ἐξετάζειν Luc.<i>Hist.Cons</i>.10.
|lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. [[ἀργυραμοιβικῶς]], κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυραμοιβικός]], -ή, -όν (Α) [[αργυραμοιβός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.
|mltxt=[[ἀργυραμοιβικός]], -ή, -όν (Α) [[αργυραμοιβός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρᾰμοιβικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] στην [[ανταλλαγή]] δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀργυραμοιβός]]<br />of or for a [[money]]-changer, [[money]]-changing, Luc.:—adv. [[ἀργυραμοιβικῶς]], Luc.
}}
{{pape
|ptext=<i>zum [[Geldwechsler]] [[gehörig]]</i>, ἡ, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], Geldwechslergeschäft, Luc. <i>Bis acc</i>. 13.34.<br><b class="num">• Adv.</b> [[ἀργυραμοιβικῶς]], Id. <i>Hist. scrib</i>. 10.
}}
}}

Latest revision as of 12:13, 3 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρᾰμοιβικός Medium diacritics: ἀργυραμοιβικός Low diacritics: αργυραμοιβικός Capitals: ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΙΚΟΣ
Transliteration A: argyramoibikós Transliteration B: argyramoibikos Transliteration C: argyramoivikos Beta Code: a)rguramoibiko/s

English (LSJ)

ἀργυραμοιβική, ἀργυραμοιβικόν, of a money changer or for a money changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη) = the art of money changing, Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς = like a money changer Id.Hist.Conscr.10.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero, τράπεζα ἀργυραμοιβική = mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
subst. ἡ ἀργυραμοιβική = la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. ἀργυραμοιβικῶς = a la manera de los cambistas ἀργυραμοιβικῶς ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le change de l'argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

Greek Monolingual

ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.

Greek Monotonic

ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.

German (Pape)

zum Geldwechsler gehörig, ἡ, sc. τέχνη, Geldwechslergeschäft, Luc. Bis acc. 13.34.
• Adv. ἀργυραμοιβικῶς, Id. Hist. scrib. 10.