αύλιος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὔλιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυλή]] ή στο [[μαντρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀστὴρ [[αὔλιος]]» — ο [[αποσπερίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το επίθ. [[αύλιος]] συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα [[σύνθετα]] από -<i>αυλος</i> της λ. [[αυλός]], των οποίων όμως η [[σημασία]] [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετική, | |mltxt=[[αὔλιος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[αυλή]] ή στο [[μαντρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἀστὴρ [[αὔλιος]]» — ο [[αποσπερίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αυλή]]. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα [[σύνθετα]] με β' συνθετικό το επίθ. [[αύλιος]] συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα [[σύνθετα]] από -<i>αυλος</i> της λ. [[αυλός]], των οποίων όμως η [[σημασία]] [[είναι]] [[τελείως]] διαφορετική, [[πρβλ]]. [[συναυλία]] ([[αυλή]]) «η συζυγική [[συμβίωση]]», [[συναυλία]] ([[αυλός]]) «[[συμφωνία]] αυλών».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>απαυλία</i>, [[αγραυλία]], [[δυσαυλία]], [[επαύλιον]], [[θυραυλία]], [[μοναυλία]], [[ομαυλία]], [[συναυλία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
αὔλιος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί
2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» — ο αποσπερίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β' συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα από -αυλος της λ. αυλός, των οποίων όμως η σημασία είναι τελείως διαφορετική, πρβλ. συναυλία (αυλή) «η συζυγική συμβίωση», συναυλία (αυλός) «συμφωνία αυλών».
ΣΥΝΘ. αρχ. απαυλία, αγραυλία, δυσαυλία, επαύλιον, θυραυλία, μοναυλία, ομαυλία, συναυλία.