αυχμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐχμός]], ο και [[αὐχμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ξηρασία]], [[ανομβρία]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]], [[απουσία]]<br /><b>3.</b> τα αποτελέσματα της ξηρασίας, [[τραχύτητα]]<br /><b>4.</b> (για το ύφος) [[στεγνότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυχμός]] συνδέεται με τα [[αύος]], <i>αύω</i> μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -<i>χμ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[νεοχμός]]), [[κατά]] μία [[άποψη]] δε ανάγεται πιθ. σε τ. <i>sauks</i>-<i>mos</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sausk</i>-<i>mos</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>śuska</i>-) Ο όρος [[αυχμός]] απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με [[σημασία]] «[[ξηρασία]]», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η [[έννοια]] «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. <i>αυχμή</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυχμηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυχμώ]], [[αυχμώδης]]].
|mltxt=[[αὐχμός]], ο και [[αὐχμή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[ξηρασία]], [[ανομβρία]]<br /><b>2.</b> [[έλλειψη]], [[απουσία]]<br /><b>3.</b> τα αποτελέσματα της ξηρασίας, [[τραχύτητα]]<br /><b>4.</b> (για το ύφος) [[στεγνότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[αυχμός]] συνδέεται με τα [[αύος]], <i>αύω</i> μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -<i>χμ</i>- ([[πρβλ]]. [[νεοχμός]]), [[κατά]] μία [[άποψη]] δε ανάγεται πιθ. σε τ. <i>sauks</i>-<i>mos</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sausk</i>-<i>mos</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>śuska</i>-) Ο όρος [[αυχμός]] απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με [[σημασία]] «[[ξηρασία]]», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η [[έννοια]] «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. <i>αυχμή</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυχμηρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυχμώ]], [[αυχμώδης]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

αὐχμός, ο και αὐχμή, η (Α)
1. ξηρασία, ανομβρία
2. έλλειψη, απουσία
3. τα αποτελέσματα της ξηρασίας, τραχύτητα
4. (για το ύφος) στεγνότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυχμός συνδέεται με τα αύος, αύω μέσω ενός επιθηματικού στοιχείου -χμ- (πρβλ. νεοχμός), κατά μία άποψη δε ανάγεται πιθ. σε τ. sauks-mos < sausk-mos (πρβλ. αρχ. ινδ. śuska-) Ο όρος αυχμός απαντά στον Εμπεδοκλή, τον Ηρόδοτο και στην Ιωνική-Αττική με σημασία «ξηρασία», από την οποία στον Πλάτωνα προέκυψε η έννοια «της ρυπαρότητας». Η λ. έχει παράλληλο μεταγενέστερο τ. αυχμή.
ΠΑΡ. αυχμηρός
αρχ.
αυχμώ, αυχμώδης].