αράχνη: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀράχνη]], Α και [[ἀράχνη]] και [[ἄραχνος]], ο)<br />Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό [[σήμερα]] και ως [[σφαλάγγι]], σφάλαγγας, [[ανυφαντής]], [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης, [[αραχνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>arak</i> -<i>sn</i> -<i>a</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>ar</i><i>ā</i> -<i>nea</i>). Η [[λέξη]] δεν [[είναι]] πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή [[αλλά]] αναπόδεικτη [[είναι]] η [[σχέση]] της με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αράχνειος]], [[αράχνιον]], [[αραχνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αραχναίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνιάζω]], <i>αραχνιδιασμός</i>, <i>αραχνίδωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραχνοειδής]], [[αραχνοϋφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνοΰφαντος]]].
|mltxt=η (AM [[ἀράχνη]], Α και [[ἀράχνη]] και [[ἄραχνος]], ο)<br />Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό [[σήμερα]] και ως [[σφαλάγγι]], σφάλαγγας, [[ανυφαντής]], [[ρωγαλίδα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιστός]] της αράχνης, [[αραχνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>arak</i> -<i>sn</i> -<i>a</i> (πρβλ. λατ. <i>ar</i><i>ā</i> -<i>nea</i>). Η [[λέξη]] δεν [[είναι]] πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή [[αλλά]] αναπόδεικτη [[είναι]] η [[σχέση]] της με τον τ. [[άρκυς]] «[[δίχτυ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αράχνειος]], [[αράχνιον]], [[αραχνώδης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αραχναίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνιάζω]], <i>αραχνιδιασμός</i>, <i>αραχνίδωση</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αραχνοειδής]], [[αραχνοϋφής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αραχνοΰφαντος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

η (AM ἀράχνη, Α και ἀράχνη και ἄραχνος, ο)
Έντομο που ανήκει στα Αρθρόποδα, της τάξης των Αραχνοειδών, γνωστό σήμερα και ως σφαλάγγι, σφάλαγγας, ανυφαντής, ρωγαλίδα
2. ο ιστός της αράχνης, αραχνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < arak -sn -a (πρβλ. λατ. arā -nea). Η λέξη δεν είναι πολύ διαδεδομένη στις ΙΕ γλώσσες, ενώ πιθανή αλλά αναπόδεικτη είναι η σχέση της με τον τ. άρκυς «δίχτυ».
ΠΑΡ. αράχνειος, αράχνιον, αραχνώδης
μσν.
αραχναίος
νεοελλ.
αραχνιάζω, αραχνιδιασμός, αραχνίδωση.
ΣΥΝΘ. αραχνοειδής, αραχνοϋφής
νεοελλ.
αραχνοΰφαντος].