δεισιδαίμονας: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δεισιδαίμων]], -ον)<br />αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο [[προληπτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευσεβής]], ο [[θεοσεβής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δεισιδαίμων]] [[διάθεσις]]» — [[δεισιδαιμονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δεισι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[δείδω]]) <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]]. Η λ. [[δεισιδαίμων]] ανήκει στην [[κατηγορία]] τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας [[κατά]] τη [[σύνθεση]] έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν [[συνήθως]] ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -<i>τι</i>- ή -(<i>σ</i>)<i>ι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αερσίλοφος]], [[αλεξίκακος]], [[βροντησικέραυνος]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=ο (AM [[δεισιδαίμων]], -ον)<br />αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο [[προληπτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ευσεβής]], ο [[θεοσεβής]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δεισιδαίμων]] [[διάθεσις]]» — [[δεισιδαιμονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δεισι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[δείδω]]) <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]]. Η λ. [[δεισιδαίμων]] ανήκει στην [[κατηγορία]] τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας [[κατά]] τη [[σύνθεση]] έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν [[συνήθως]] ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -<i>τι</i>- ή -(<i>σ</i>)<i>ι</i> ([[πρβλ]]. [[αερσίλοφος]], [[αλεξίκακος]], [[βροντησικέραυνος]], [[τερψίμβροτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (AM δεισιδαίμων, -ον)
αυτός που κατέχεται από δεισιδαιμονίες, ο προληπτικός
αρχ.
1. ο ευσεβής, ο θεοσεβής
2. φρ. «δεισιδαίμων διάθεσις» — δεισιδαιμονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δεισι- (< δείδω) + δαίμων. Η λ. δεισιδαίμων ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν αρχαϊκό σχηματισμό, έχουν συνήθως ως α' συνθετικό τους ρηματικό όνομα που λήγει σε -τι- ή -(σ)ι (πρβλ. αερσίλοφος, αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, τερψίμβροτος κ.ά.)].