τειχεσιπλήτης: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teichesiplitis
|Transliteration C=teichesiplitis
|Beta Code=teixesiplh/ths
|Beta Code=teixesiplh/ths
|Definition=ου, ὁ, (πελάζω) only in voc. <b class="b3">-πλῆτα</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">approacher of walls</b>, i.e. <b class="b2">stormer of cities</b>, epith. of Ares, <span class="bibl">Il.5.31</span>,<span class="bibl">455</span> (where <b class="b3">-βλῆτα</b> was read by Zenod. etc.): cf. <b class="b3">δασπλῆτις</b>.</span>
|Definition=τειχεσιπλήτου, ὁ, ([[πελάζω]]) only in voc. <b class="b3">τειχεσιπλῆτα</b>, [[approacher of walls]], i.e. [[stormer of cities]], [[epithet]] of [[Ares]], Il.5.31,455 (where <b class="b3">τειχεσιβλῆτα</b> was read by Zenod. etc.): cf. [[δασπλῆτις]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1080.png Seite 1080]] ὁ, der sich als Feind den Mauern nähert, gegen sie anstürmt, Ares, im voc. τειχεσιπλῆτα, Il. 5, 31. 455.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. voc.</i> τειχεσιπλῆτα;<br />qui s'approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[πελάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τειχεσιπλήτης:''' ου ὁ [[πελάζω]] (только voc. τειχεσιπλῆτα) подступающий к стенам, т. е. разрушитель городских стен (эпитет Арея) Hom.
}}
{{ls
|lstext='''τειχεσιπλήτης''': -ου, ὁ, ([[πελάζω]]) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 ([[ἔνθα]] -βλήτης [[εἶναι]] πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει [[κριὸς]] τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. [[δασπλῆτις]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.
}}
{{Autenrieth
|auten=stormer of walls or cities, Il. 5.31 and 455.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τείχεσι</i>, δοτ. πληθ. της λ. [[τεῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλήτης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλητ</i>-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο [[φωνήεν]] της ρίζας <i>πελᾶ</i>- του [[πέλας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τειχεσιπλήτης:''' -ου, ὁ ([[πελάζω]]), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τειχεσι-[[πλήτης]], ου, ὁ, [[πελάζω]]<br />approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχεσιπλήτης Medium diacritics: τειχεσιπλήτης Low diacritics: τειχεσιπλήτης Capitals: ΤΕΙΧΕΣΙΠΛΗΤΗΣ
Transliteration A: teichesiplḗtēs Transliteration B: teichesiplētēs Transliteration C: teichesiplitis Beta Code: teixesiplh/ths

English (LSJ)

τειχεσιπλήτου, ὁ, (πελάζω) only in voc. τειχεσιπλῆτα, approacher of walls, i.e. stormer of cities, epithet of Ares, Il.5.31,455 (where τειχεσιβλῆτα was read by Zenod. etc.): cf. δασπλῆτις.

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, der sich als Feind den Mauern nähert, gegen sie anstürmt, Ares, im voc. τειχεσιπλῆτα, Il. 5, 31. 455.

French (Bailly abrégé)

seul. voc. τειχεσιπλῆτα;
qui s'approche des murailles pour les saper, destructeur de remparts (Arès).
Étymologie: τεῖχος, πελάω.

Russian (Dvoretsky)

τειχεσιπλήτης: ου ὁ πελάζω (только voc. τειχεσιπλῆτα) подступающий к стенам, т. е. разрушитель городских стен (эпитет Арея) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ, (πελάζω) ὁ τὰ τείχη πλήττων, προσβάλλων ἐξ ἐφόδου, ἐπίθετ. τοῦ Ἄρεως. Ἰλ. Ε. 31, 455 (ἔνθα -βλήτης εἶναι πλημμ. γραφή)· ― ὁ Νικήτ. ἔχει κριὸς τειχεσιπλήκτης, ὁ πλήττων τὰ τείχη· πρβλ. δασπλῆτις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τειχεσιπλῆτα· προσπελάζων τείχεσι». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 432.

English (Autenrieth)

stormer of walls or cities, Il. 5.31 and 455.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Άρεως) αυτός που προσβάλλει και καταστρέφει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τείχεσι, δοτ. πληθ. της λ. τεῖχος + -πλήτης (< θ. πλητ-, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν της ρίζας πελᾶ- του πέλας + κατάλ. -της)].

Greek Monotonic

τειχεσιπλήτης: -ου, ὁ (πελάζω), αυτός που προσβάλλει, που πλήττει τα τείχη, δηλ. αυτός που επιτίθεται αιφνιδιαστικά και βίαια στις πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τειχεσι-πλήτης, ου, ὁ, πελάζω
approacher of walls, i. e. stormer of cities, Il.