έλξη: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
(11)
 
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἕλξις]])<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[έλκω]], το να έλκεται, να σύρεται [[κάτι]] [[προς]] ορισμένη [[διεύθυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελκυστικότητα]], [[γοητεία]]<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά [[μέσα]] κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)<br /><b>3.</b> η κατακόρυφη [[ανύψωση]] του σώματος με [[εξάρτηση]] τών χεριών από δοκό<br /><b>4.</b> η [[ιδιότητα]] τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]] ή να διατηρούν τη [[συνοχή]] τους<br /><b>5.</b> το [[ιδίωμα]] φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους [[αμέσως]] οξύτερους ή τους [[αμέσως]] βαρύτερους ήχους<br /><b>6.</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται [[επίδραση]] (ως [[προς]] την [[πτώση]], το [[γένος]], τον αριθμό, την [[έγκλιση]], τον χρόνο ή τη [[διάθεση]]) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῑ, [[ἀξία]] ἐστι [[δέκα]] ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ [[οὐσία]]... [[ἀξία]] ἐστί...»])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[έλξη]] γλώσσας» <br />α) [[μέθοδος]] τεχνητής αναπνοής<br />β) το [[τράβηγμα]] της γλώσσας [[προς]] τα έξω σε [[περίπτωση]] βαθειάς νάρκωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τέντωμα]] του τόξου<br /><b>2.</b> [[κατάποση]], [[ρούφηγμα]].
|mltxt=η (AM [[ἕλξις]])<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[έλκω]], το να έλκεται, να σύρεται [[κάτι]] [[προς]] ορισμένη [[διεύθυνση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ελκυστικότητα]], [[γοητεία]]<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά [[μέσα]] κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)<br /><b>3.</b> η κατακόρυφη [[ανύψωση]] του σώματος με [[εξάρτηση]] τών χεριών από δοκό<br /><b>4.</b> η [[ιδιότητα]] τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα [[προς]] το [[άλλο]] ή να διατηρούν τη [[συνοχή]] τους<br /><b>5.</b> το [[ιδίωμα]] φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους [[αμέσως]] οξύτερους ή τους [[αμέσως]] βαρύτερους ήχους<br /><b>6.</b> [[σχήμα]] του λόγου [[κατά]] το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται [[επίδραση]] (ως [[προς]] την [[πτώση]], το [[γένος]], τον αριθμό, την [[έγκλιση]], τον χρόνο ή τη [[διάθεση]]) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ, [[ἀξία]] ἐστι [[δέκα]] ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ [[οὐσία]]... [[ἀξία]] ἐστί...»])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[έλξη]] γλώσσας» <br />α) [[μέθοδος]] τεχνητής αναπνοής<br />β) το [[τράβηγμα]] της γλώσσας [[προς]] τα έξω σε [[περίπτωση]] βαθειάς νάρκωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τέντωμα]] του τόξου<br /><b>2.</b> [[κατάποση]], [[ρούφηγμα]].
}}
}}

Latest revision as of 10:05, 13 October 2022

Greek Monolingual

η (AM ἕλξις)
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του έλκω, το να έλκεται, να σύρεται κάτι προς ορισμένη διεύθυνση
νεοελλ.
1. ελκυστικότητα, γοητεία
2. η δύναμη που χρησιμοποιείται για να έλκει, να μετακινεί φορτία, μεταφορικά μέσα κ.λπ. («ίπποι έλξεως»)
3. η κατακόρυφη ανύψωση του σώματος με εξάρτηση τών χεριών από δοκό
4. η ιδιότητα τών υλικών σωμάτων και τών μορίων τους να ασκούν αμοιβαία δυνάμεις που τείνουν να πλησιάσουν το ένα προς το άλλο ή να διατηρούν τη συνοχή τους
5. το ιδίωμα φθόγγων της βυζαντινής μουσικής να ελκύουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις τους αμέσως οξύτερους ή τους αμέσως βαρύτερους ήχους
6. σχήμα του λόγου κατά το οποίο όρος προτάσεως έλκεται, υφίσταται επίδραση (ως προς την πτώση, το γένος, τον αριθμό, την έγκλιση, τον χρόνο ή τη διάθεση) από όρο άλλης προτάσεως της ίδιας περιόδου («ο Χάρος όπου τάκουσε πολύ του βαροφάνη» [[[αντί]] «του Χάρου... του βαροφάνη»], «τήν οὐσίαν, ἥν κατέλιπε τῷ υἱεῖ, ἀξία ἐστι δέκα ταλάντων» [[[αντί]] «ἡ οὐσία... ἀξία ἐστί...»])
7. φρ. «έλξη γλώσσας»
α) μέθοδος τεχνητής αναπνοής
β) το τράβηγμα της γλώσσας προς τα έξω σε περίπτωση βαθειάς νάρκωσης
αρχ.
1. το τέντωμα του τόξου
2. κατάποση, ρούφηγμα.