χωρίστρα: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[γραμμή]] που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το [[μέτωπο]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[κόμμωση]] [[κατά]] την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σφουγγαρίσ</i>-<i>τρα</i>)].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> [[γραμμή]] που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το [[μέτωπο]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[κόμμωση]] [[κατά]] την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χωρίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρα</i> ([[πρβλ]]. [[σφουγγαρίστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:10, 13 May 2023

Greek Monolingual

η, Ν
1. γραμμή που διαχωρίζει τα μαλλιά σε δύο μέρη από το μέτωπο προς τα πίσω
2. συνεκδ. η κόμμωση κατά την οποία τα μαλλιά χωρίζονται σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. σφουγγαρίστρα)].