τελμίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(12)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=telmis
|Transliteration C=telmis
|Beta Code=telmi/s
|Beta Code=telmi/s
|Definition=ῖνος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τέλμα]] <span class="bibl">11</span> <span class="bibl">1</span>, <b class="b2">mud, slime</b>, ls. ap. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>751.24</span>: pl., <span class="bibl">Procop.<span class="title">Goth.</span>4.26</span>.</span>
|Definition=ῖνος, ὁ, = [[τέλμα]] ''ΙΙ'' ''1'', [[mud]], [[slime]], ls. ap. ''EM''751.24: pl., Procop.''Goth.''4.26.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1088.png Seite 1088]] ῖνος, ὁ, wie [[τέλμα]], Moder, Schlamm, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''τελμίς''': -ῖνος, ὁ, ὡς τὸ [[τέλμα]] ΙΙ, ὁ ἐκ τῶν τελμάτων πηλός, Φώτ., «[[τελμίς]]· ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη [[ἰλὺς]]» Ἡσύχ., Ἰσαῖος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 751, 24 ἐν λ. [[τέλμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ῖνος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[πηλός]] ή [[λάσπη]] που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τελμίς]]<br />ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη [[ἰλύς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[τέλμα]], με [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -<i>ῖνος</i>, πιθ. αναλογικά [[προς]] τον τ. <i>θίς</i>, -<i>ινός</i> «[[ακτή]], [[παραλία]]» (<b>πρβλ.</b> και [[ῥῆγμα]]: <i>ῥηγμίς</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελμίς Medium diacritics: τελμίς Low diacritics: τελμίς Capitals: ΤΕΛΜΙΣ
Transliteration A: telmís Transliteration B: telmis Transliteration C: telmis Beta Code: telmi/s

English (LSJ)

ῖνος, ὁ, = τέλμα ΙΙ 1, mud, slime, ls. ap. EM751.24: pl., Procop.Goth.4.26.

German (Pape)

[Seite 1088] ῖνος, ὁ, wie τέλμα, Moder, Schlamm, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

τελμίς: -ῖνος, ὁ, ὡς τὸ τέλμα ΙΙ, ὁ ἐκ τῶν τελμάτων πηλός, Φώτ., «τελμίς· ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλὺς» Ἡσύχ., Ἰσαῖος ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 751, 24 ἐν λ. τέλμα.

Greek Monolingual

-ῖνος, ὁ, Α
1. πηλός ή λάσπη που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό
2. (κατά τον Ησύχ.) «τελμίς
ἡ ἐν τοῖς τέλμασιν ὑφισταμένη ἰλύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του τέλμα, με επίθημα -ίς, -ῖνος, πιθ. αναλογικά προς τον τ. θίς, -ινός «ακτή, παραλία» (πρβλ. και ῥῆγμα: ῥηγμίς)].