Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άζωνος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄζωνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν [[φορά]] [[ζώνη]], ο [[άζωστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη [[επιχώριος]] (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η [[λατρεία]] ήταν διαδεδομένη [[παντού]] και όχι μόνο σε ορισμένη [[περιοχή]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζώνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αζωνικός]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄζωνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν [[φορά]] [[ζώνη]], ο [[άζωστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη [[επιχώριος]] (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η [[λατρεία]] ήταν διαδεδομένη [[παντού]] και όχι μόνο σε ορισμένη [[περιοχή]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ζώνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αζωνικός]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄζωνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος
αρχ.-μσν.
ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζώνη.
ΠΑΡ. αζωνικός].