Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άζωνος

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄζωνος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος
αρχ.-μσν.
ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ζώνη.
ΠΑΡ. αζωνικός].