εφικνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(15)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐφικνοῡμαι και ιων. τ. ἐπικνοῡμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (για δύο αντίπαλους μαχητές) [[φθάνω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]]<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι, [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[επαρκώ]], [[φθάνω]]<br /><b>5.</b> επεκτείνομαι<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]<br /><b>7.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος («ἐφικνοῡμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[ανέρχομαι]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) [[είμαι]] [[ικανός]]<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] κάποιο σκοπό<br /><b>11.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[προσβάλλω]] ζωτικό [[σημείο]], [[είμαι]] [[αποτελεσματικός]]<br /><b>12.</b> [[επέρχομαι]], [[φθάνω]] κάποιον<br /><b>13.</b> (με αιτ.) [[αρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐφικνοῡμαι [[πληγάς]] τινα» — [[πλήττω]], [[κτυπώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
|mltxt=ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (για δύο αντίπαλους μαχητές) [[φθάνω]] [[κοντά]] σε κάποιον, [[πλησιάζω]]<br /><b>2.</b> [[φθάνω]]<br /><b>3.</b> εκτείνομαι, απλώνομαι, [[φθάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[επαρκώ]], [[φθάνω]]<br /><b>5.</b> επεκτείνομαι<br /><b>6.</b> [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]]<br /><b>7.</b> [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)<br /><b>8.</b> [[ανέρχομαι]] σε κάποιο [[αξίωμα]]<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) [[είμαι]] [[ικανός]]<br /><b>10.</b> [[επιτυγχάνω]] κάποιο σκοπό<br /><b>11.</b> (για [[δηλητήριο]]) [[προσβάλλω]] ζωτικό [[σημείο]], [[είμαι]] [[αποτελεσματικός]]<br /><b>12.</b> [[επέρχομαι]], [[φθάνω]] κάποιον<br /><b>13.</b> (με αιτ.) [[αρμόζω]] σε [[κάτι]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> «ἐφικνοῦμαι [[πληγάς]] τινα» — [[πλήττω]], [[κτυπώ]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φθάνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω
2. φθάνω
3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι
4. επαρκώ, φθάνω
5. επεκτείνομαι
6. πλησιάζω, προσεγγίζω
7. γίνομαι κάτοχος ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)
8. ανέρχομαι σε κάποιο αξίωμα
9. (με απρμφ.) είμαι ικανός
10. επιτυγχάνω κάποιο σκοπό
11. (για δηλητήριο) προσβάλλω ζωτικό σημείο, είμαι αποτελεσματικός
12. επέρχομαι, φθάνω κάποιον
13. (με αιτ.) αρμόζω σε κάτι
14. φρ. «ἐφικνοῦμαι πληγάς τινα» — πλήττω, κτυπώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].