αίμων: Difference between revisions
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἵμων]] -ονος, ο (Α)<br /><b>1.</b> αβέβαιης σημασίας<br />στην ομηρ. [[φράση]] «Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης...» σήμαινε πιθ. «τον πρόθυμο για» ή, [[κατά]] νεώτερη [[ετυμολογία]] (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[αίμα]]), «αυτόν που χτυπάει με βέλη» (<span style="color: red;"><</span> [[ἵημι]])<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] αίματα, καταματωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[αἵμων]] -ονος, ο (Α)<br /><b>1.</b> αβέβαιης σημασίας<br />στην ομηρ. [[φράση]] «Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης...» σήμαινε πιθ. «τον πρόθυμο για» ή, [[κατά]] νεώτερη [[ετυμολογία]] (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[αίμα]]), «αυτόν που χτυπάει με βέλη» (<span style="color: red;"><</span> [[ἵημι]])<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] αίματα, καταματωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. (1) οδηγεί [[μάλλον]] στην ετυμολόγηση της λ. από το [[ἵημι]] (<b>βλ. λ.</b> [[αἷμα]]), ενώ η σημ. (2) [[πρέπει]] να έχει προέλθει με [[απόσπαση]] του [[αἵμων]] από [[σύνθετα]] της λ. [[αἷμα]] (<i>ἀν</i>-[[αίμων]], <i>φιλ</i>-[[αίμων]], <i>πολυ</i>-[[αίμων]] <b>κ.τ.ό.</b>), δηλ. σε χρόνους που η λ. [[αἷμα]] είχε ήδη αποκτήσει τη γνωστή [[σημασία]] της]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
αἵμων -ονος, ο (Α)
1. αβέβαιης σημασίας
στην ομηρ. φράση «Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης...» σήμαινε πιθ. «τον πρόθυμο για» ή, κατά νεώτερη ετυμολογία (βλ. ετυμολ. λ. αίμα), «αυτόν που χτυπάει με βέλη» (< ἵημι)
2. γεμάτος αίματα, καταματωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η σημ. (1) οδηγεί μάλλον στην ετυμολόγηση της λ. από το ἵημι (βλ. λ. αἷμα), ενώ η σημ. (2) πρέπει να έχει προέλθει με απόσπαση του αἵμων από σύνθετα της λ. αἷμα (ἀν-αίμων, φιλ-αίμων, πολυ-αίμων κ.τ.ό.), δηλ. σε χρόνους που η λ. αἷμα είχε ήδη αποκτήσει τη γνωστή σημασία της].