ημιβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιβαφής]], -ες (Α)<br />μισοβαμμένος, αυτός που [[είναι]] [[βαμμένος]] [[κατά]] το ήμισυ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βαφής</i>, <i>οινο</i>-<i>βαφής</i>].
|mltxt=[[ἡμιβαφής]], -ες (Α)<br />μισοβαμμένος, αυτός που [[είναι]] [[βαμμένος]] [[κατά]] το ήμισυ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαφή]]), [[πρβλ]]. [[αιμοβαφής]], [[οινοβαφής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιβαφής, -ες (Α)
μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμοβαφής, οινοβαφής].