θεοπάτωρ: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(17) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theopator | |Transliteration C=theopator | ||
|Beta Code=qeopa/twr | |Beta Code=qeopa/twr | ||
|Definition=[ | |Definition=[ᾰ], ορος, ὁ, [[son of God]], title of Parthian kings, BMus.Cat.Coins Parthia p.16, al. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεοπάτωρ]], -ορος, ὁ (AM)<br />(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο [[πατέρας]] του θεού, ο [[πρόγονος]] του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γιος]] του θεού, [[τίτλος]] των βασιλέων τών Πάρθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), | |mltxt=[[θεοπάτωρ]], -ορος, ὁ (AM)<br />(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο [[πατέρας]] του θεού, ο [[πρόγονος]] του θεού<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[γιος]] του θεού, [[τίτλος]] των βασιλέων τών Πάρθων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-[[πάτωρ]], <i>βροντο</i>-<i>κεραυνο</i>-[[πάτωρ]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, son of God, title of Parthian kings, BMus.Cat.Coins Parthia p.16, al.
German (Pape)
[Seite 1197] ορος, ὁ, Gott Vater, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπάτωρ: -ορος, ὁ, πατὴρ τοῦ θεοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐπὶ τοῦ Δαβίδ, Ἐκκλ.∙ - οὐσιαστ. θεοπατορία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 236, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
θεοπάτωρ, -ορος, ὁ (AM)
(για τον Δαβίδ και τους γονείς της θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο πατέρας του θεού, ο πρόγονος του θεού
αρχ.
ο γιος του θεού, τίτλος των βασιλέων τών Πάρθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α-πάτωρ, βροντο-κεραυνο-πάτωρ.