Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ζοχάδα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η και πληθ. ζοχάδες, οι<br /><b>1.</b> [[αιμορροΐδα]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοτροπία]], νευρική [[υπερδιέγερση]], [[δυστροπία]], [[στρυφνότητα]] του χαρακτήρα («[[σήμερα]] [[είναι]] στις ζοχάδες του»)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ζοχαδιακός]], [[οχληρός]], [[ενοχλητικός]] («αυτός μού έχει γίνει [[ζοχάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. μτγν. <i>εσοχάς</i>, -[[άδος]], [[συνήθως]] στον πληθ. <i>εσοχάδες</i> «εσωτερικές αιμορροΐδες <span style="color: red;"><</span> [[εισέχω]] (<b>[[πρβλ]].</b> και [[εξοχάδες]] «εξωτερικές αιμορροΐδες» <span style="color: red;"><</span> [[εξέχω]])].
|mltxt=η και πληθ. ζοχάδες, οι<br /><b>1.</b> [[αιμορροΐδα]]<br /><b>2.</b> [[ιδιοτροπία]], νευρική [[υπερδιέγερση]], [[δυστροπία]], [[στρυφνότητα]] του χαρακτήρα («[[σήμερα]] [[είναι]] στις ζοχάδες του»)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ζοχαδιακός]], [[οχληρός]], [[ενοχλητικός]] («αυτός μού έχει γίνει [[ζοχάδα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. μτγν. <i>εσοχάς</i>, -[[άδος]], [[συνήθως]] στον πληθ. <i>εσοχάδες</i> «εσωτερικές αιμορροΐδες <span style="color: red;"><</span> [[εισέχω]] ([[πρβλ]]. και [[εξοχάδες]] «εξωτερικές αιμορροΐδες» <span style="color: red;"><</span> [[εξέχω]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 23 August 2021

Greek Monolingual

η και πληθ. ζοχάδες, οι
1. αιμορροΐδα
2. ιδιοτροπία, νευρική υπερδιέγερση, δυστροπία, στρυφνότητα του χαρακτήρα («σήμερα είναι στις ζοχάδες του»)
3. (για πρόσ.) ζοχαδιακός, οχληρός, ενοχλητικός («αυτός μού έχει γίνει ζοχάδα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. εσοχάς, -άδος, συνήθως στον πληθ. εσοχάδες «εσωτερικές αιμορροΐδες < εισέχω (πρβλ. και εξοχάδες «εξωτερικές αιμορροΐδες» < εξέχω)].