επονομάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(14) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπονομάζω]])<br />[[δίνω]] νέο, επί [[πλέον]] όνομα σε [[κάτι]] ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ [[χώρα]] ἀπὸ | |mltxt=(AM [[ἐπονομάζω]])<br />[[δίνω]] νέο, επί [[πλέον]] όνομα σε [[κάτι]] ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ [[χώρα]] ἀπὸ Ἰταλοῦ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... [[Ἰταλία]] ἐπωνομάσθη», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ [[χωρίον]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκφωνώ]] το όνομα κάποιου στο [[παιγνίδι]] του «κοττάβου». | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:30, 6 February 2024
Greek Monolingual
(AM ἐπονομάζω)
δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῦ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.)
αρχ.
1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ χωρίον», Θουκ.)
2. αναφέρω, («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ», Ηρόδ.)
3. εκφωνώ το όνομα κάποιου στο παιγνίδι του «κοττάβου».