ληπτικός: Difference between revisions
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(23) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=liptikos | |Transliteration C=liptikos | ||
|Beta Code=lhptiko/s | |Beta Code=lhptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ληπτική, ληπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[disposed to accept]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1120b15.<br><span class="bld">II</span> [[assimilative]], opp. [[ἐκκριτικός]], Id.''Ph.''243b14. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem [[ἐλευθέριος]], [[μήτε]] ληπτικὸν [[ὄντα]] [[μήτε]] φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0040.png Seite 40]] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem [[ἐλευθέριος]], [[μήτε]] ληπτικὸν [[ὄντα]] [[μήτε]] φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui prend <i>ou</i> reçoit volontiers.<br />'''Étymologie:''' [[λαμβάνω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ληπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[умеющий приобретать]], [[стяжательный]] ([[μήτε]] λ. [[μήτε]] [[φυλακτικός]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[вбирающий]], [[втягивающий]] (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5. | |lstext='''ληπτικός''': -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. [[ἀφομοιωτικός]], ἀντίθετ. τῷ [[ἐκκριτικός]], ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ληπτικός]], -ή, -όν (Α) [[ληπτός]]<br /><b>1.</b> ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφομοιωτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εκκριτικό. | |mltxt=[[ληπτικός]], -ή, -όν (Α) [[ληπτός]]<br /><b>1.</b> ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αφομοιωτικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον εκκριτικό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληπτικός:''' -ή, -όν ([[λαμβάνω]]), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ληπτικός]], ή, όν [[λαμβάνω]]<br />disposed to [[accept]], Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ληπτική, ληπτικόν,
A disposed to accept, Arist.EN1120b15.
II assimilative, opp. ἐκκριτικός, Id.Ph.243b14.
German (Pape)
[Seite 40] zum Nehmen, Bekommen gehörig. geschickt, von dem ἐλευθέριος, μήτε ληπτικὸν ὄντα μήτε φυλακτικόν, Arist. Eth. 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui prend ou reçoit volontiers.
Étymologie: λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ληπτικός:
1 умеющий приобретать, стяжательный (μήτε λ. μήτε φυλακτικός Arst.);
2 вбирающий, втягивающий (τοῦ σῶματος ἢ ἐκκριτικαὶ ἢ ληπτικαὶ κινήσεις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ληπτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ δεχθῇ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 20. ΙΙ. ἀφομοιωτικός, ἀντίθετ. τῷ ἐκκριτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 5.
Greek Monolingual
ληπτικός, -ή, -όν (Α) ληπτός
1. ο διατεθειμένος να λάβει, να δεχθεί κάτι
2. αφομοιωτικός, σε αντιδιαστολή προς τον εκκριτικό.
Greek Monotonic
ληπτικός: -ή, -όν (λαμβάνω), διατεθειμένος να δεχθεί, σε Αριστ.