ακκίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀκκίζομαι]])<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ερωτική [[πολιορκία]]) [[προσποιούμαι]] πως δεν [[θέλω]] [[κάτι]], ενώ στην [[πραγματικότητα]] το [[επιθυμώ]], «[[κάνω]] νάζια»<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ξέρω]] [[κάτι]], «[[κάνω]]» πως δεν [[ξέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκκὼ</i>(-<i>οῦς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκκισμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκκιστικός]].
|mltxt=(Α [[ἀκκίζομαι]])<br /><b>1.</b> ([[κυρίως]] για ερωτική [[πολιορκία]]) [[προσποιούμαι]] πως δεν [[θέλω]] [[κάτι]], ενώ στην [[πραγματικότητα]] το [[επιθυμώ]], «[[κάνω]] νάζια»<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[ξέρω]] [[κάτι]], «[[κάνω]]» πως δεν [[ξέρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκκὼ</i>(-<i>οῦς</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκκισμός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκκιστικός]].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκκίζομαι)
1. (κυρίως για ερωτική πολιορκία) προσποιούμαι πως δεν θέλω κάτι, ενώ στην πραγματικότητα το επιθυμώ, «κάνω νάζια»
2. προσποιούμαι ότι δεν ξέρω κάτι, «κάνω» πως δεν ξέρω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκκὼ(-οῦς).
ΠΑΡ. αρχ. ἀκκισμός
μσν.
ἀκκιστικός.