αλθαίνω: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλθαίνω]] (Α)<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματικός τ.. που απαντά και ως [[ἀλθήσκω]], <i>ἀλθίσκω</i>. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος [[ἀλθαίνω]] απαντούν [[συνήθως]] σε [[μέση]] [[φωνή]] και χρόνο αόριστο (<i>ἀλθόμην</i>) ή μέλλοντα (<i>ἀλθήσομαι</i>). Ο τ. <i>ἀλθέξομαι</i> του μέλλοντα [[πρέπει]] να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετης σημασίας [[ρήμα]] <i>πυρέξομαι</i>. μέλλ. του [[πυρέσσω]] «έχω πυρετό, [[νοσώ]]». Ετυμολογικά το ρ. [[ἀλθαίνω]] προέρχεται από επαυξημένη με -<i>θ</i>- [[ρίζα]] -<i>αλ</i>-. η οποία απαντά [[επίσης]] στο επίθ. <i>ἄν</i>-<i>αλ</i>-<i>τος</i> «[[άπληστος]], [[ακόρεστος]]», [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] <i>ἀλ</i>-<i>δ</i>-[[αίνω]] «[[ενισχύω]], [[τρέφω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἄλθα</i>, [[ἀλθαία]], <i>ἀλθεστήριον</i>, [[ἀλθήεις]], [[ἄλθος]].
|mltxt=[[ἀλθαίνω]] (Α)<br />[[θεραπεύω]], [[γιατρεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ρηματικός τ.. που απαντά και ως [[ἀλθήσκω]], <i>ἀλθίσκω</i>. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος [[ἀλθαίνω]] απαντούν [[συνήθως]] σε [[μέση]] [[φωνή]] και χρόνο αόριστο (<i>ἀλθόμην</i>) ή μέλλοντα (<i>ἀλθήσομαι</i>). Ο τ. <i>ἀλθέξομαι</i> του μέλλοντα [[πρέπει]] να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το αντίθετης σημασίας [[ρήμα]] <i>πυρέξομαι</i>. μέλλ. του [[πυρέσσω]] «έχω πυρετό, [[νοσώ]]». Ετυμολογικά το ρ. [[ἀλθαίνω]] προέρχεται από επαυξημένη με -<i>θ</i>- [[ρίζα]] -<i>αλ</i>-. η οποία απαντά [[επίσης]] στο επίθ. <i>ἄν</i>-<i>αλ</i>-<i>τος</i> «[[άπληστος]], [[ακόρεστος]]», [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] <i>ἀλ</i>-<i>δ</i>-[[αίνω]] «[[ενισχύω]], [[τρέφω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἄλθα</i>, [[ἀλθαία]], <i>ἀλθεστήριον</i>, [[ἀλθήεις]], [[ἄλθος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀλθαίνω (Α)
θεραπεύω, γιατρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ρηματικός τ.. που απαντά και ως ἀλθήσκω, ἀλθίσκω. Οι αρχαιότεροι τ. του ρήματος ἀλθαίνω απαντούν συνήθως σε μέση φωνή και χρόνο αόριστο (ἀλθόμην) ή μέλλοντα (ἀλθήσομαι). Ο τ. ἀλθέξομαι του μέλλοντα πρέπει να είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το αντίθετης σημασίας ρήμα πυρέξομαι. μέλλ. του πυρέσσω «έχω πυρετό, νοσώ». Ετυμολογικά το ρ. ἀλθαίνω προέρχεται από επαυξημένη με -θ- ρίζα -αλ-. η οποία απαντά επίσης στο επίθ. ἄν-αλ-τος «άπληστος, ακόρεστος», καθώς και στο ρήμα ἀλ-δ-αίνω «ενισχύω, τρέφω».
ΠΑΡ. αρχ. ἄλθα, ἀλθαία, ἀλθεστήριον, ἀλθήεις, ἄλθος.