ἀλιτηρός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(2)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=alitiros
|Transliteration C=alitiros
|Beta Code=a)lithro/s
|Beta Code=a)lithro/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀλιτήριος]]: <b class="b3">κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός</b> is prob. f.l. for [[κἀλιτηρίου]] in <span class="bibl">S. <span class="title">OC</span>371</span>.</span>
|Definition=ἀλιτηρόν, = [[ἀλιτήριος]]: <b class="b3">κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός</b> is prob. [[falsa lectio|f.l.]] for [[κἀλιτηρίου]] in S. ''OC''371.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀλῐτηρός) -όν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [adv. ἀλιτɛ̄ρōς <i>Schwyzer</i> 412 (Olimpia VI a.C.)]<br />[[impío]], [[ἀνήρ]] Alcm.79.1, φρήν S.<i>OC</i> 371, Σαρακηνοί <i>PMasp</i>.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. [[ἀλειτɛ̄ρός]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] = [[ἀλιτήριος]], Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 [[φρήν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] = [[ἀλιτήριος]], Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλῑτηρός:''' Soph. = [[ἀλιτήριος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλῐτηρός''': -όν, = [[ἀλιτήριος]]· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἐφθαρμ., [[ἐπειδὴ]] τὸ ι [[εἶναι]] βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup.
|lstext='''ἀλῐτηρός''': -όν, = [[ἀλιτήριος]]· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἐφθαρμ., [[ἐπειδὴ]] τὸ ι [[εἶναι]] βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀλῐτηρός) -όν<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [adv. ἀλιτɛ̄ρōς <i>Schwyzer</i> 412 (Olimpia VI a.C.)]<br />[[impío]], [[ἀνήρ]] Alcm.79.1, φρήν S.<i>OC</i> 371, Σαρακηνοί <i>PMasp</i>.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. [[ἀλειτɛ̄ρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλιτηρός]], -όν (Α) [[ἀλιταίνω]]<br />ο [[ἀλιτήριος]].
|mltxt=[[ἀλιτηρός]], -όν (Α) [[ἀλιταίνω]]<br />ο [[ἀλιτήριος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλῐτηρός:''' -όν = [[ἀλιτήριος]]· στον Σοφ. το [[κἀξ]] ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι [[κἀξ]] ἀλειτηρᾶς ή <i>ἐξ ἀλιτρίας</i>.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτηρός Medium diacritics: ἀλιτηρός Low diacritics: αλιτηρός Capitals: ΑΛΙΤΗΡΟΣ
Transliteration A: alitērós Transliteration B: alitēros Transliteration C: alitiros Beta Code: a)lithro/s

English (LSJ)

ἀλιτηρόν, = ἀλιτήριος: κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός is prob. f.l. for κἀλιτηρίου in S. OC371.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτηρός) -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [adv. ἀλιτɛ̄ρōς Schwyzer 412 (Olimpia VI a.C.)]
impío, ἀνήρ Alcm.79.1, φρήν S.OC 371, Σαρακηνοί PMasp.9re.22 (VI d.C.), cf. tb. ἀλειτɛ̄ρός.

German (Pape)

[Seite 99] = ἀλιτήριος, Alcm. bei Schol. Pind. Ol. 1, 97; Soph. O. C. 372 φρήν.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῑτηρός: Soph. = ἀλιτήριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτηρός: -όν, = ἀλιτήριος· ἀλλὰ τὸ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 371· κἀξ ἀλιτηροῦ φρενός, πρέπει νὰ εἶναι ἐφθαρμ., ἐπειδὴ τὸ ι εἶναι βραχύ. Ὁ Toup προτείνει κἀλιτηρίου, ὁ Ἕρμανν. κἀξ ἀλοιτηροῦ, ὁ Δινδ. κἀξ ἀλιτρίας, ὁ Jebb παρεδέχθη τὴν γραφὴν τοῦ Toup.

Greek Monolingual

ἀλιτηρός, -όν (Α) ἀλιταίνω
ο ἀλιτήριος.

Greek Monotonic

ἀλῐτηρός: -όν = ἀλιτήριος· στον Σοφ. το κἀξ ἀλῑτηροῦ φρενός, θα έπρεπε πιθ. να είναι κἀξ ἀλειτηρᾶς ή ἐξ ἀλιτρίας.