αλυσιδωτός: Difference between revisions
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁλυσιδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος, πλεγμένος σε [[μορφή]] αλυσίδας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αλυσίδας<br /><b>2.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἁλυσιδωτός]], -ή, -όν)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος, πλεγμένος σε [[μορφή]] αλυσίδας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αλυσίδας<br /><b>2.</b> [[αλλεπάλληλος]], [[συνεχής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλυσις]] από [[θέμα]] <i>ἁλυσιδ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἁλυσίδιον]];) ή αναλογικά [[προς]] το [[φολιδωτός]]. | ||
}} | }} |