αλφαδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[καθορίζω]] ή [[ελέγχω]] με το [[αλφάδι]] την [[οριζοντιότητα]] μιας επιφάνειας, [[οριζοντιώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] στην [[ίδια]] [[γραμμή]], στην [[ίδια]] [[ευθεία]], τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλφάδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλφάδιασμα]], [[αλφαδιαστής]]].
|mltxt=<b>1.</b> [[καθορίζω]] ή [[ελέγχω]] με το [[αλφάδι]] την [[οριζοντιότητα]] μιας επιφάνειας, [[οριζοντιώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] στην [[ίδια]] [[γραμμή]], στην [[ίδια]] [[ευθεία]], τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλφάδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλφάδιασμα]], [[αλφαδιαστής]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω
2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλφάδι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφάδιασμα, αλφαδιαστής].