αμανίτης: Difference between revisions
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀμανίτης]])<br /><b>1.</b> [[μύκητας]], [[μανιτάρι]]<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀμανῖται]]<br />περιληπτική [[ονομασία]] όλων τών σαρκωδών μυκήτων.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἀμανίτης]])<br /><b>1.</b> [[μύκητας]], [[μανιτάρι]]<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀμανῖται]]<br />περιληπτική [[ονομασία]] όλων τών σαρκωδών μυκήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. <i>amanite</i> «[[μανιτάρι]]»). Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Ἀμανός</i>, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀμανιτάριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμανιτοκαλλιέργεια</i>, [[αμανιτότοπος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἀμανίτης)
1. μύκητας, μανιτάρι
2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται
περιληπτική ονομασία όλων τών σαρκωδών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. amanite «μανιτάρι»). Πιθ. < Ἀμανός, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.
ΠΑΡ. μσν. ἀμανιτάριον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμανιτοκαλλιέργεια, αμανιτότοπος].